Θανάσης Παπακωνσταντίνου: Οφείλουμε την ύπαρξή μας στο φαινόμενο της μετανάστευσης
Πολλοί είναι οι καλλιτέχνες που τις τελευταίες ημέρες λένε με τον δικό τους τρόπο «χρόνια πολλά» στην κατάληψη Στέγης Προσφύγων/ Μεταναστών Νοταρά 26 που συμπληρώνει τα πέντε χρόνια λειτουργίας.
Ένας από αυτούς ήταν και ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, που έστειλε μήνυμα αλληλεγγύης παραθέτοντας μάλιστα στίχους από τραγούδι που θα εμπεριέχεται στον νέο δίσκο που ετοιμάζει.
«Αν πάμε πολύ πίσω στην ανθρώπινη ιστορία, θα αντιληφθούμε ότι οφείλουμε την ύπαρξή μας στο φαινόμενο της μετανάστευσης. Αυτό από μόνο του θα έπρεπε να μας κάνει όλους να στεκόμαστε με μεγαλύτερη κατανόηση απέναντι στους συνανθρώπους μας που ψάχνουν για ένα καλύτερο αύριο. Κάποιοι το κάνουν και έχουμε , παράδειγμα, τον πυρήνα ανθρωπιάς της κατάληψης Νοταρά 26 . Κάποιοι άλλοι και κυρίως αυτοί που συμμετέχουν στη λαίλαπα του ακραίου νεοφιλελευθεροφασισμού, που στη ουσία η βασική του ιδεολογία είναι “Ο θάνατός σου, η ζωή μου”, ντροπιάζουν την ανθρώπινη κατάσταση, χαραμίζουν το δώρο της ζωής, που τους δόθηκε» σημειώνει.
«Στο νέο δίσκο, που ετοιμάζω, έχω ένα τραγούδι με τίτλο “Η γυναίκα απ’ την Τυφλίδα” . Παραθέτω τα στιχάκια του, και τα αφιερώνω σε όλους αυτούς που έδωσαν συμπόνια:
“Η γυναίκα απ’ την Τυφλίδα αλλάζει σταχτοθήκες
στο βρώμικο καφενείο της ώχρας.
Μέσα της χιονίζει, μα μπορεί και προσφέρει
στους ξένους άντρες τον ψεύτικό της ήλιο.
Άνθρωποι σ’ ανθρώπους μοιράζουνε ψωμί
και θάνατο και ήλιο, σα νά ‘τανε θεοί.
Δικό μου το τραγούδι, μπορώ να ευχηθώ
την άγρια πλευρά τους να μη την ξαναδώ.
Απ’ τα ψεύτικα νύχια ξεκινά ένας δρόμος,
που, ούτε κι η ίδια γνωρίζει που πάει.
Μπορεί να μείνει για πάντα σκλάβα,
μπορεί και να βρει της αγάπης τη λαύρα.
Άνθρωποι σ’ ανθρώπους μοιράζουνε ψωμί
και θάνατο και ήλιο, σα νά ‘τανε θεοί.
Δικό μου το τραγούδι, μπορώ να ευχηθώ
την άγρια πλευρά τους να μη την ξαναδώ.
Τα πούλια όταν χτυπάνε στο τάβλι οι θαμώνες,
ταράζεται, τις ριπές θυμάται.
Τρίζουν οι καρέκλες, κλαίνε τα ποτήρια.
Η ζωή δεν είναι σαν τ’ άλλα παιχνίδια.
Άνθρωποι σ’ ανθρώπους μοιράζουνε ψωμί
και θάνατο και ήλιο, σα νά ‘τανε θεοί.
Δικό μου το τραγούδι, μπορώ να ευχηθώ
την άγρια πλευρά τους να μη την ξαναδώ.
Η γυναίκα απ’ την Τυφλίδα αλλάζει σταχτοθήκες
κι αδιόρατα κουνά το κεφάλι.
Ο φόβος κι η ανάγκη, η ανάγκη κι ο φόβος
φαίνεται να παίρνουν την παρτίδα και πάλι.
Άνθρωποι σ’ ανθρώπους μοιράζουνε ψωμί
και θάνατο και ήλιο, σα νά ‘τανε θεοί.
Δικό μου το τραγούδι, μπορώ να ευχηθώ
την άγρια πλευρά τους να μη την ξαναδώ.” »