«Έφυγε» από τη ζωή ο θρυλικός Νίκος Γιούτσος
Η δεινότητά του στο σκοράρισμα και το δυναμικό στιλ είχε ως αποτέλεσμα να βγει η θρυλική φράση «Έμπαινε Γιούτσο»
«Έφυγε» στα 81 του χρόνια, μια μεγάλη μορφή στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου, ο Νίκος Γιούτσος.
Ο Νίκος Γιούτσος γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1942 στο Μακροχώρι Καστοριάς αλλά μεγάλωσε στην Ουγγαρία, ως πολιτικός πρόσφυγας μαζί με τη μητέρα του και την αδελφή του. Εκεί άρχισε να παίζει ποδόσφαιρο, στην ομάδα «Όλυμπος» και λίγο καιρό αργότερα αγωνίστηκε με τα χρώματα της ουγγρικής Τσέπελ.
Το 1964 επέστρεψε στην Ελλάδα για να αγωνιστεί στους Πειραιώτες. Κάνοντας ντεμπούτο τον Γενάρη απέναντι στον Παναθηναϊκό αγαπήθηκε από τους φιλάθλους τόσο του συλλόγου (με το σύνθημα «έμπαινε Γιούτσο» να είναι γνωστό ακόμα και στις ημέρες μας) όσο και του ελληνικού ποδοσφαίρου για την χαρακτηριστική ευκολία της «επέλασης» προς τα αντίπαλα καρέ.
Με τους «ερυθρόλευκους» κατέκτησε τέσσερα πρωταθλήματα (1966, 1967, 1973, 1974) και ισάριθμα κύπελλα (1964, 1968, 1971, 1973) ενώ αγωνίστηκε σε 330 παιχνίδια σημειώνοντας 128 γκολ. Δέκα χρόνια αργότερα, το 1974 «μετακόμισε» στον Εθνικό Πειραιώς όπου και αγωνίστηκε για δύο χρόνια πριν «κρεμάσει τα παπούτσια του». Παράλληλα ήταν 15 φορές διεθνής με την Εθνική Ελλάδας και είχε πετύχει έξι γκολ.
Η ζωή του σπουδαίου παίκτη (Αναδημοσίευση των πτυχών της ζωής του από τον «Ριζοσπάστη του Σαββατοκύριακου» τον Γενάρη του 2021)
Ο Νίκος Γιούτσος αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες μορφές στην Ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου. Έβαλε τη δική του σφραγίδα αγωνιζόμενος με τη φανέλα του Ολυμπιακού για μια δεκαετία (1964 – 1974), σε τέτοιο βαθμό που από το δικό του όνομα καθιερώθηκε η παροιμιώδης έκφραση «Εμπαινε Γιούτσο», εμπνευσμένη από τις «επελάσεις» του στους χωμάτινους αγωνιστικούς χώρους της εποχής, και μέχρι και σήμερα χρησιμοποιείται για να περιγράψει ορμή, ατρόμητη κίνηση. Ορμή που χαρακτήρισε και τον ίδιο τον Νίκο Γιούτσο στη ζωή του και στην πορεία του μέχρι την καταξίωση στην ελληνική πραγματικότητα, απέναντι σε μια σειρά από δυσκολίες.
Η πορεία του ξεκίνησε από ένα αντάρτικο χωριό στο πλευρό του ΔΣΕ και συνεχίστηκε με τα παιδικά του χρόνια στη σοσιαλιστική Ουγγαρία – ήταν δηλαδή παράλληλη με την κορυφαία στιγμή του ταξικού αγώνα στην Ελλάδα, τη συγκρότηση του ΔΣΕ και την τρίχρονη εποποιία του, καθώς και όσα την ακολούθησαν για τους μαχητές του, τους οπαδούς του και τις οικογένειές τους μετά το 1949.
Ένα χωριό στο πλευρό του ΔΣΕ
Ο Νίκος Γιούτσος γεννήθηκε στις 16/4/1941 στο σλαβόφωνο Μακροχώρι Καστοριάς (μέχρι το 1926 ονομαζόταν Κονόμλαντι) και η ιστορία της ζωής του συνδέεται άρρηκτα με την ηρωική ιστορία του ίδιου του χωριού του, από τη μαζική συμμετοχή στην αντι-οθωμανική εξέγερση του Ιλιντεν το 1903 μέχρι την επίσης μαζική ένταξη στο πλευρό του ΔΣΕ. Αυτό είχε ως συνέπεια τον ανελέητο βομβαρδισμό του από δυνάμεις του αστικού εθνικού στρατού και των Αμερικανών συμμάχων του, με αποτέλεσμα 89 νεκρούς.
Έτσι, οι αντάρτες του ΔΣΕ σε συνεννόηση με γονείς παίρνουν 219 παιδιά από το χωριό και τα μετακινούν στις Λαϊκές Δημοκρατίες της Ανατολικής Ευρώπης, όπου θα ήταν ασφαλή. Δύο απ’ αυτά τα παιδιά ήταν ο Νίκος Γιούτσος και η αδερφή του.
«Με το ζόρι δεν πήρανε κανέναν»
Μιλώντας για τη μετάβασή του στην Ουγγαρία, ο ίδιος ο Γιούτσος σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Φως των Σπορ», πολλά χρόνια αργότερα, έδωσε τη δική του απάντηση στο αν αυτές οι μετακινήσεις έγιναν με τη βία, σύμφωνα με τον αστικό μύθο περί «παιδομαζώματος». Είχε πει χαρακτηριστικά:
«Το χωριό μου ήταν έξω από την Καστοριά, το Μακροχώρι. Ήταν ανταρτοκρατούμενα μέρη αυτά. Με το ζόρι δεν πήρανε κανέναν εκεί! Μας πήρανε για να μη σκοτωθούμε, γιατί μας βομβαρδίζανε. Και είπαν ότι πρόχειρα θα φεύγαμε και σύντομα θα γυρίζαμε πίσω… (χαμογελάει). Αλλά δεν γυρίσαμε. Επικρατήσανε οι άλλοι. Ο κυβερνητικός στρατός».
Στην ίδια συνέντευξη, ερωτηθείς για τις συνθήκες ζωής του στην Ουγγαρία και ειδικά στο εσωτερικό κολέγιο στο οποίο μεγάλωσε, είχε απαντήσει: «Κάτι τέτοιο (σ.σ. ορφανοτροφείο), αλλά σε πολύ υψηλότερα στάνταρντ. Κοιμόμασταν μέσα, τρώγαμε μέσα, σχολείο εκεί, μπάλα εκεί. Οργανωμένη εκπαίδευση στην μπάλα. Στην Εκπαίδευση, στον Αθλητισμό, έδιναν μεγάλη βάση τα κομμουνιστικά καθεστώτα τότε. Και παίρναμε και πολύ καλά λεφτά!».
«Το ουγγρικό άτι Γιούτσοφ»
Ο Νίκος Γιούτσος ή Μικλς Γιούτσοφ (Mikls Jucsov) όπως ήταν το όνομά του στην Ουγγαρία -έχει βρεθεί καταγεγραμμένος και ως Νικολάι Γιουτσόφ (Nikolay Jucsov) στα αρχεία της Ουγγρικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας- ξεχώρισε από νωρίς για τις ποδοσφαιρικές του αρετές στις αλάνες του χωριού Μπελογιάννης, όπου εγκαταστάθηκαν οι πρόσφυγες από την Ελλάδα.
Αγωνιζόμενος με την ελληνική προσφυγική ομάδα «Όλυμπος» τράβηξε τα βλέμματα των Ούγγρων υπευθύνων, με αποτέλεσμα τη μετακίνησή του στην Τσέπελ, ομάδα δεύτερης κατηγορίας του ουγγρικού ποδοσφαίρου, την οποία οδήγησε στην κατάκτηση του πρωταθλήματος και μετέπειτα σε σημαντικές επιτυχίες στο πρωτάθλημα της πρώτης κατηγορίας, πετυχαίνοντας 11 γκολ την διετία 1963 – 1964.
Αυτό θα κεντρίσει το ενδιαφέρον του Έλληνα πρέσβη στη Βουδαπέστη, ο οποίος γνωρίζει την καταγωγή του Γιούτσοφ. Τότε αρχίζει μια σειρά επαφών και τελικά το 1964 πραγματοποιείται η μεταγραφή στον Ολυμπιακό, με μεσολαβητή τον Μανώλη Γλέζο, προλαβαίνοντας την ΑΕΚ που επίσης είχε εκδηλώσει ενδιαφέρον για την απόκτησή του.
Τα εμπόδια και η απόπειρα φυγής
Στην επιστροφή του στην Ελλάδα αρχικά βρήκε μπροστά του έναν δρόμο γεμάτο εμπόδια και δυσκολίες. Το ελληνικό ΥΠΕΞ δυσκολευόταν να δώσει βίζα στον Γιούτσοφ, καθώς ίσχυε η απαγόρευση επανόδου στη χώρα πολιτικών προσφύγων και ιδιαίτερα (σλαβο)μακεδονικής καταγωγής. Για το λόγο αυτό, ο Ολυμπιακός τον έφερε με διαβατήριο μίας χρήσης! Έτσι, ο Γιούτσοφ έγινε Γιούτσος – γι’ αυτό άλλωστε κατέστη δυνατό και να αγωνιστεί με την Εθνική ομάδα.
Τα εμπόδια όμως συνεχίστηκαν. Κάποιοι παράγοντες του Ολυμπιακού δεν κράτησαν το λόγο τους για κάποιες υποσχέσεις που του είχαν δώσει, και έτσι προσπάθησε να φύγει, χωρίς ωστόσο να μπορεί να ταξιδέψει, λόγω διαβατηρίου. Έτσι μένει αναγκαστικά στην Ελλάδα, χωρίς να μπορεί να αγωνιστεί με τον Ολυμπιακό, καθώς δεν έχει λυθεί το θέμα της υπηκοότητάς του, και περιοριζόμενος στη συμμετοχή σε φιλικές αναμετρήσεις.
Εξηγώντας τους λόγους για την προσπάθεια φυγής του, σε συνέντευξή του το 1964 είχε απορρίψει τη φημολογία ότι η κίνηση αυτή συσχετιζόταν με οικονομικά κίνητρα, αντίθετα ανέφερε ως αιτία το γεγονός ότι δεν τηρήθηκαν οι υποσχέσεις να του επιτραπεί να μεταβεί ξανά στην Ουγγαρία για οικογενειακούς λόγους αλλά και για να μιλήσει με τους ανθρώπους της Τσέπελ για την οριστική λύση της συνεργασίας τους.
Ειδικά το τελευταίο το θεωρούσε προσωπική υποχρέωση, με βάση τη στάση που κράτησαν οι Ούγγροι ιθύνοντες της ομάδας σε σχέση με το ταξίδι του στην Ελλάδα, παρότι η Τσέπελ βρισκόταν σε περίοδο προετοιμασίας. «Αντιμετώπισαν το θέμα σαν άνθρωποι και όχι σαν παράγοντες (…) Τους υποσχέθηκα πριν φύγω ότι θα επέστρεφα, είτε για να πάρω την ελευθέρα μεταγραφή μου είτε για να παραμείνω εκεί», είχε πει ο Γιούτσος.
«Έπαθα σοκ με την ποιότητα»
Έχοντας να αντιμετωπίσει τα παραπάνω προβλήματα στην επάνοδό του στην Ελλάδα, ο Νίκος Γιούτσος κλήθηκε να διαχειριστεί και ένα άλλο σημαντικό ζήτημα. Αυτό που είχε να κάνει με τη μεγάλη διαφορά οργάνωσης και ποιότητας του αθλητισμού μεταξύ Ουγγαρίας και Ελλάδας εκείνη την εποχή, κάτι που του έκανε αμέσως πολύ άσχημη εντύπωση, όπως είχε δηλώσει ο ίδιος:
«Είχα μάθει άλλο ποδόσφαιρο, έπαιζα άλλο ποδόσφαιρο. Οταν πρωτοήρθα εδώ έπαθα σοκ… Είδα ένα χάλι και ήθελα να φύγω! Δεν είχε νορμάλ γήπεδα εδώ. Δεν είχαμε σοβαρό χορτάρι. Δεν είχαμε καλά – καλά νορμάλ ποδοσφαιρικά παπούτσια. Υπήρχαν μεγάλες διαφορές με την Ουγγαρία τότε».
«Παλιοκομμουνιστή, θα πεθάνεις»
Μένοντας τελικά στην Ελλάδα, ο Νίκος Γιούτσος άρχισε να διαπρέπει στα ελληνικά γήπεδα με τη φανέλα του Ολυμπιακού, τον οποίο οδήγησε το 1964 στο πρώτο του πρωτάθλημα μετά από έξι χρόνια, ξεχωρίζοντας αμέσως με τις εμφανίσεις του. Το ταλέντο του όμως δεν έγινε πάντα αποδεκτό από όλους. Δεν ήταν λίγες οι φορές που αντίπαλοι παίκτες ή οπαδοί ομάδων, βλέποντας ότι δεν μπορούσε να περιοριστεί στους αγωνιστικούς χώρους, τον αντιμετώπισαν αλλιώς και με βάση και το παρελθόν του τον έβριζαν χυδαία. Ο ίδιος είχε πει για αυτά τα περιστατικά:
«Είμαι ο πιο ήρεμος ποδοσφαιριστής του κόσμου. Όλοι οι αντίπαλοί μου με βρίζουν χυδαία, αλλά εγώ κατορθώνω να συγκρατώ τα νεύρα και την αγανάκτησή μου. Πάντως πικραίνομαι γιατί ακούω να μου λένε πολλές απαράδεκτες χυδαιότητες, όπως “Παλιοκομμουνιστή, σήμερα θα πεθάνεις” και κάτι άλλες βρωμιές που ντρέπομαι να τις πω. Βέβαια, πολλοί παίκτες προσπαθούν με κάθε τρόπο να εκνευρίσουν τους αντιπάλους τους, αλλά δεν νομίζω ότι αυτό που συμβαίνει με μένα έχει προηγούμενο. Σε κάθε παιχνίδι ακούω φοβερά πράγματα. Πάντως, τους προειδοποιώ όλους: Ας λένε ό,τι θέλουν! Δεν πρόκειται να με νευριάσουν!».