Το περίφημο γεφύρι της Πλάκας, ένα απ’ τα αριστουργήματα της λαϊκής γεφυροποιίας, παραμελημένο και αφημένο στο έλεος του χρόνου και των καιρικών φαινομένων, δεν άντεξε. Η κακοκαιρία έδωσε το τελικό χτύπημα.Το μονότοξο γεφύρι της Πλάκας, πάνω απ’ τα νερά του Άραχθου ποταμού, κτίστηκε πριν από 149 χρόνια από τον Κώστα Μπέκα από την Πράμαντα, τον ξακουστό κιοπρουλή της εποχής («κιοπρού» στα τούρκικα σημαίνει γέφυρα και κιοπρουλήδες ονομάστηκαν οι γεφυράδες). Είχε άνοιγμα τόξου 40,20 μέτρα και ύψος, στο κέντρο, 21 μέτρα και ήταν από τα εντυπωσιακότερα γεφύρια του είδους του σε όλα τα Βαλκάνια. Όπως λέγεται, χρησιμοποιήθηκαν χιλιάδες αυγά από την περιοχή και μαζί με ασβέστη «έγινε πορσελάνη, η συνδετική ουσία της πέτρας». Παραδόθηκε τον Σεπτέμβρη του 1866. Το γεφύρι ένωνε ταΤζουμέρκα με την υπόλοιπη Ήπειρο και τη Θεσσαλία. Η καμάρα του δέχτηκε τις βόμβες των γερμανικών αεροπλάνων, όμως άντεξε με μικρές φθορές στη δεξιά του πλευρά, που επισκευάστηκαν από κατοίκους της περιοχής το 1943.
Έχει κηρυχθεί «διατηρητέο μνημείο χρήζον ιδιαιτέρας προστασίας» από το 1972, αλλά στην πραγματικότητα είχε αφεθεί στην τύχη του.
Η Πλάκα βρίσκεται στα σύνορα των Νομών Άρτας – Ιωαννίνων και απέχει περίπου 45 χιλιόμετρα απ’ τις πρωτεύουσές τους. Είναι συνδεμένη με σημαντικά ιστορικά γεγονότα στον αγώνα κατά των Τούρκων. Ιδιαίτερα γνωστή όμως έγινε η Πλάκα απ’ τη σύσκεψη τον Φλεβάρη του 1944, όπου υπογράφτηκε (29.2.1944) η ομώνυμη συμφωνία. Όσοι συμμετείχαν, δέχτηκαν «την πρόταση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ περί τελειωτικής καταπαύσεως των εχθροπραξιών μεταξύ των δυνάμεων ΕΛΑΣ-ΕΔΕΣ», με σκοπό «την ολοκληρωτική και απερίσπαστον διεξαγωγή του Εθνικού Αγώνος εναντίον των κατακτητών και των οργάνων τους, τη συμβολή εις την επιτυχία του Συμμαχικού Αγώνος, την απελευθέρωση της Ελλάδος και την κατοχύρωση των λαϊκών ελευθεριών…».