8 Απριλίου: Σαν σήμερα (αλλά και κάθε μέρα) οι Τσιγγάνοι γιορτάζουν την περηφάνια τους.

8 Απριλίου:  Σαν σήμερα (αλλά και κάθε μέρα) οι Τσιγγάνοι γιορτάζουν την περηφάνια τους.

«Κι αν μάς έλεγες: “Γύφτοι, θα γυρίσετε η πρώτη σας πατρίδα σάς προσμένει εκεί να σάς δώσει τη δόξα την απάντεχη” και τότε θα σού κράζαμε: Δε θέλουμε, το πανηγύρι μη χαλάς – γιορτάζουμε
το συντριμμό των αλυσίδων, ό,τι και νά’ ναι, από διαμάντια ή από σίδερα· οι τρανοί λυτρωμένοι είμαστε εμείς» ,Κωστής Παλαμάς

Η 8η Απριλίου αποτελεί μέρα γιορτής για τους τσιγγάνους όλου του κόσμου μιας και είναι η «Παγκόσμια Ημέρα Ρομά», σε ανάμνηση του Πρώτου Παγκόσμιου Συνεδρίου τσιγγάνων, που πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο στις 8 Απριλίου 1971 και έθεσε τις βάσεις για τη διεκδίκηση δικαιωμάτων από τη διεθνή κοινότητα. Εκεί αντιπρόσωποι 14 χωρών επέλεξαν το όνομα Ρόμ ως το διεθνές όνομα για τους τσιγγάνους που μέχρι τότε είχαν -και έχουν ακόμα και σήμερα – πολλά άλλα ονόματα.

Επέλεξαν μια σημαία σύμβολο της φυλής: μπλε στο επάνω μέρος που συμβολίζει τον ουρανό, πράσινο στο κάτω μέρος που συμβολίζει την Γή και στην μέση μια ρόδα, αυτήν την ρόδα που αρχικά κουβάλησε την Ρομ φυλή στα πέρατα όλου του κόσμου.

Ιδρύθηκαν πέντε επιτροπές οι οποίες θα ασχολούνταν με τα κύρια θέματα των Ρομα όπως εκπαίδευση, στέγαση, γλώσσα κουλτούρα και πολιτισμός. Οι Έλληνες Ρομά έχουν διαχωρίσει την θέση τους από τους υπόλοιπους Ρομά των Βαλκανίων και δεν επιθυμούν να αναγνωριστούν ως μειονότητα αλλά να αντιμετωπίζονται ως Ρομά ελληνικής καταγωγής.

Η καταγωγή των Τσιγγάνων, παραμένει μέχρι και τις μέρες μας «επτασφράγιστο μυστικό». Το γεγονός αυτό οφείλεται στην έλλειψη γραπτού λόγου. Έτσι, ουκ ολίγες φορές, διατυπώθηκαν αρκετές θεωρίες αλλά και μύθοι,που υπάρχουν μέχρι τις μέρες μας.

Υπάρχει λοιπόν ένας τσιγγάνικος μύθος που φέρει τους Τσιγγάνους να είναι απόγονοι του Αδάμ, όχι όμως και της Εύας, αλλά μίας γυναίκας που προϋπήρχε αυτής. Για το λόγο αυτό θεωρούν ότι δεν «κουβαλάνε στην πλάτη τους» το προπατορικό αμάρτημα.

Ένας άλλος τσιγγάνικος μύθος θέλει τους Τσιγγάνους να είναι απόγονοι μιας γενναίας φυλής που τόλμησε να ξεκινάει πόλεμο εναντίον όλων. Όμως,κατά τη διάρκεια της εκστρατείας τους, χρειάστηκε να διασχίσουν την αλμυρά θάλασσα Πορσάϊντα (Porsaida), της οποίας τα νερά “άνοιξαν” με εντολή του αρχηγού τους, αλλά στη μέση της θάλασσας εγκλωβίστηκαν. Όσοι γλίτωσαν, καταδικάστηκαν σε πλάνητα βίο από το Θεό.

Όπως και να ‘χουν ομως οι μύθοι,το μεγαλύτερο επίτευγμα των τσιγγάνων είναι σίγουρα το γεγονός ότι μετά από εκατοντάδες χρόνια περιπλανήσεων, διώξεων, φυλακίσεων, βασανιστηρίων και θανάτων και παρ όλα τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις που ακόμα τους κατατρέχουν διέσωσαν την γλώσσα, την κουλτούρα, τον πολιτισμό τους και κατάφεραν να επηρεάσουν και να επηρεαστούν από κάθε χώρα που τους υποδέχτηκε και έγινε πατρίδα τους.

ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΗΣ ΚΑΚΑΒΑΣ

(αποσπάσματα)

– Γύφτε λαέ, άκουσέ µε· το πρωτόσταλτο είµαι
σηµάδι από την πλάση που θα’ρθεί,
κ’ ύστερα κι από ποιούς καιρούς και χρόνια πόσα!
Ένας εγώ, και ζω για χίλιους.
Γύφτε λαέ, άκουσέ µε, δε σου µίλησε
προφήτης σου ποτέ σαν τη δική µου γλώσσα.
Ποιός είναι αυτός που πύργους χτίζει στον αέρα
µε τη φωνή του κράχτη και µοιράζει µας
βασιλικά τα κάστρα, κι άπρεπων ελπίδων
ίσκιους µπροστά στα µάτια µας σαλεύει;
Είµαστ’ εµείς οι απάτριδοι κ’ οι αγιάτρευτοι·
Γιούχα και πάντα γιούχα των πατρίδων!
Είµαστ ’ εµείς οι αθάνατοι απολίτιστοι·
κ’ οι Πολιτείες ληµέρια των ακάθαρτων,
κ’ οι Πολιτείες ταµπούρια των κιοτήδων·
στη στρούγγα λυσσοµάνηµα και φαγωµός
λύκων, σκυλλιών, προβάτων και τσοπάνηδων.
Γιούχα και πάλε γιούχα των πατρίδων!
Η µάντρα είν’ ο αφίλιωτος οχτρός µας,
την πλατωσιά του κόσµου τη στενεύει,
στριγγλόχορτα φυτρώνουν και γοργόνια
βλαστοµανώντας κάτου από τον ίσκιο της·
του δολερού αναγάλλιασµα, τα µαραζώνει
τα ξεφτέρια του νου και της καρδιάς τ’αηδόνια.
Το κρίµα εκεί σκορπιός, ποτέ λιοντάρι·
και τον κακό τόνε µολεύει η µάντρα,
και βρέφος ο καλός που τον ποτίζει αφιόνι·
δουλεύτε τον ξανά τον κόσµο στη φωτιά,
και τα καλά του ξανανθίστε και τα κρίµατα,
χτυπώντας τον, µε το σφυρί και µε τ’αμµόνι.
(…)
Ο Νόµος, όταν απ’ τη γνώµη του σοφού
δε δίνεται σαν κάτι τι θεόσταλτο,
στραγγουλιστής και πνίχτης είναι ο νόµος·
πνοή του νόµου που τα πάντα κυβερνά,
µέσα µας είν’ εµάς ο νόµος, αητοµάτης·
Νόµος εµάς, νυχτόηµερα και πάντα, ο δρόµος.
Ποιός είσαι που µας σπρώχνεις προς το κάρφωµα
που ανάξιους θα µας έκανε να πίνουµε,
καθώς τώρα τον πίνουµε, τον ήλιο;
Η κούπα µας κρατιέται πάντα ολόγιοµη·
κι αν έχουµε πατρίδα, φτάνει αυτή ώς εκεί
που φτάνει και του ήλιου το βασίλειο.
Μες στου Εφταπόταµου φυτρώσαµε
την πλάση που όλη είν’ από τέρατα,
τέρατα και το φως και το σκοτάδι,
και στέκει ανάµεσό τους ο άνθρωπος
µε τη ζωή που τον πλακώνει σα βραχνάς,
µε τη ζωή, το στοιχειωµένο το λαγκάδι.
(…)
Εµείς γενιά του προύντζου και του σίδερου,
σα δουλεµένοι από το χέρι του πρωτόγυφτου
πατέρα των ανθρώπων Τυµπαλκάη·
µα τήνε πότισε τη ρίζα µας
κάποιο κρυφό φαρµακι κι αξεδιάλυτο,
κ’ η κατάρα µάς πήρε σαν τον Κάη.
Εµείς δε γονατίσαµε σκυφτοί
τα πόδια να φιλήσουµε του δυνατού,
σαν τα σκουλήκια που πατεί µας·
µα για ν’αντισταθεί µε το σπαθί,
βρέθηκε σαν πολύ στοχαστική,
και σαν πολύ ονειρόπλεχτη η ψυχή µας.
Μας ταπεινώσαν όλες οι ταπείνωσες·
µε την απόφαση την ήσυχη του ανέλπιδου
ρουφήσαµε όλους τους καηµούς κι όλους τους τρόµους,
στη χώρα που όλες οι ζωές σα φυτρωµένες,
φτερό την κάµαµε τη ρίζα µας, και φύγαµε
µακριά στα ολάνοιχτα προς τους µεγάλους δρόµους.
Με το γλίστρηµα φύγαµε των αγριόγατων,
και µε της νυχτερίδας το παράδερµα,
και µε τη γληγοράδα της ακρίδας,
και µε την καταφρόνια την ασώπαστη
για τις φωλιές, τα σπίτια και τα κάστρα.
Γιούχα και πάλε γιούχα της πατρίδας.
Κι από την Ίντια προς το Ιράν περάσαµε,
κ’ η Ταυρίδα µάς είδε να τραβήξουµε
πεζοδρόµοι µε τους πραµατευτάδες,
και τα κορµιά µας αψηφήσανε δαρµούς
βουνών, στεππών και ρουµανιών και πόταµων,
χαλάζια και χαµψίνια και βορριάδες.
Στου Μισιριού τους άµµους πιό βαθιά
τ’αφήσαµε τα χνάρια µας, ξαφνίστηκε
της Αφρικής η Σφίγγα και µας βλέπει
σαν κάτι πιο δυσκολοµάντευτο απ’ την όψη της·
από το Νείλο ώς τον Ευφράτη αστράψαµε
κι από τη Βεναρές ώς το Χαλέπι.
Κι από της Τραπεζούντας το καστέλι
της Μαυροθαλασσίτισσας απλώσαµε
κατά το Δούναβη, µας πήραν τα Μπαλκάνια,
στην Πόλη τα καράβια µάς αράξανε,
κ’ οι θρακιώτικοι κάµποι µάς δεχτήκανε
πρώτα πρώτα, δαρµένα καραβάνια.
Κι αν µας έλεγες: «Γύφτοι, θα γυρίσετε
στην πρώτη σας κοιτίδα την ξεχειλιστή
απ’ τη ζωή που δίχως µετρηµό διαβαίνει
και σύνορα δεν έχει, ανάκατα όλα της,
απ’ τα βουνά ώς τα χόρτα, όλα γιγάντικα,
κι όλα ένα ξάφνισµα σα να τα δένει,
η πρώτη σας πατρίδα σάς προσµένει εκεί
να σας δώσει τη δόξα την απάντεχη
πόδωκε σε σοφούς και ηρώους, ω σκηνίτες,
θρονιά µαxαραγιάδων να σας στήσει,
και να σας προσκυνήσει λωτοστέφανους
µε τους πανάγιους ασκητές και τους προφήτες».
Και τότε θα σου κράζαµε: «Δε θέλουµε,
το πανηγύρι µη χαλάς· γιορτάζουµε
το συντριµµό των αλυσίδων,
ό,τι κι αν είναι, από διαµάντια, ή από σίδερα·
οι τρανοί λυτρωµένοι είµαστ’ εµείς.
Γιούχα και πάντα γιούχα των πατρίδων!»
Κι αν πέσαµε σε πέσιµο πρωτάκουστο
και σε γκρεµό κατρακυλίσαµε
που πιο βαθύ καµιά φυλή δεν είδε ώς τώρα,
είναι γιατί µε των καιρών το πλήρωµα
όµοια βαθύ έν’ ανέβασµα µάς µέλλεται
προς ύψη ουρανοφόρα.
Το γένος το µοιρόγραφτο είµαστε
που θα σκοτώσει τις πατρίδες·
του κόσµου η Μάγια, η ακριβή του Βράµα,
θα υφάνει µε τα χέρια της, χαρά
κι ανθρώπων και θεών, το έργο της,
το πιο ξαφνιστικό της θάµα.
Όλος ο κόσµος, ένας κόσµος, γύφτος,
σε δόξας θρόνο απάνω, πλάστης,
µε το σφυρί του και µε το βιολί,
της αψεγάδιαστης Ιδέας· η πλάση
σε περιβόλι του Μαγιού ένα πανηγύρι,
και µια πατρίδα η Γη.
Κι ο κόσµος θα διαλέξει κάποιον Άτλαντα
ή κάποιον Άθω να σκαλίσει απάνω του,
µεγαλοφάνταστος τεχνίτης, το άγαλµά µας·
και θ’ανατείλει στ’ουρανού τα τρίσβαθα
πρωτόφαντο άστρο ξενοχάραγο,
κι ο κόσµος θα το πει µε τ’όνοµά µας!»
Κωστής Παλαμάς, Από τη συλλογή «Ο δωδεκάλογος του γύφτου», 1907

 

Google+ Linkedin