Η Μάχη της Μόσχας (Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα)
Στις 2 Οκτώβρη του 1941 με την κωδική ονομασία “Τυφών” άρχισε η επίθεση των ναζιστικών στρατευμάτων με στόχο την κατάληψη της Μόσχας , στο πλαίσιο της φονικής «επιχείρησης Μπαρμπαρόσα», της χιτλερικής εισβολής στην τότε Σοβιετική Ένωση που είχε ξεκινήσει τον Ιούνη του ίδιου έτους.
Την ίδια ημέρα – δηλαδή στις 2 Οκτώβρη – ο Χίτλερ σε λόγο του έλεγε μεταξύ άλλων:
«Δημιουργήθηκαν επιτέλους οι προϋποθέσεις για το τελευταίο μεγάλο πλήγμα, που πρέπει να καταφέρουμε στον εχθρό για να τον συντρίψουμε πριν από το χειμώνα. Καταβάλαμε όλες τις ανθρώπινα δυνατές προσπάθειες και τώρα πια όλες οι προετοιμασίες μας έχουν τελειώσει. Αυτή τη φορά, σχεδιασμένα, βήμα με βήμα, προετοιμάσαμε τα πάντα, φέραμε τον εχθρό σε τέτοια θέση, ώστε σήμερα μπορούμε να του δώσουμε το τελικό θανάσιμο χτύπημα. Σήμερα αρχίζει η τελευταία, η πιο μεγάλη μάχη αυτού του χρόνου».
Οι χιτλερικοί στρατιωτικοί ηγέτες είχαν καταρτίσει το σχέδιο καταστροφής της Μόσχας σε όλες του τις λεπτομέρειες. Η περικύκλωση της πόλης έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί ως τις 15 Οκτώβρη του 1941. Κατόπιν θα εφαρμοζόταν η διαταγή του Χίτλερ που έλεγε:
«Η πόλη της Μόσχας θα κυκλωθεί έτσι ώστε ούτε ένας Ρώσος στρατιώτης, ούτε ένας κάτοικος – άνδρας, παιδί η γυναίκα – να μπορέσει να ξεφύγει. Κάθε απόπειρα εξόδου να παταχθεί με τη βία. Έγιναν όλες οι αναγκαίες προετοιμασίες, ώστε η Μόσχα και τα προάστιά της με τη βοήθεια τεράστιων μέσων να πλημμυρίσει από νερά. Εκεί που σήμερα είναι η Μόσχα, πρέπει να γίνει τεράστια θάλασσα που για πάντα θα σκεπάζει, από τον πολιτισμένο κόσμο, την πρωτεύουσα του ρωσικού λαού».
Η μεγάλη μάχη της Μόσχας αρχίζει
Δίνοντας στην επιχείρηση κατά της Μόσχας αποφασιστική σημασία η ναζιστική στρατιωτική διοίκηση ενίσχυσε την ομάδα στρατιών «Κέντρο» σε βάρος των άλλων στρατιωτικών της συγκροτημάτων. Έτσι, στον τομέα της Μόσχας συγκεντρώθηκαν 53 μεραρχίες πεζικού, 14 μεραρχίες αρμάτων μάχης και 8 μηχανοκίνητες, δηλαδή το 38% των δυνάμεων του πεζικού και το 64% των σχηματισμών αρμάτων και μηχανοκίνητων που δρούσαν σε ολόκληρο το σοβιετογερμανικό μέτωπο. Την 1η Οκτώβρη 1941 η ομάδα στρατιών «Κέντρο» διέθετε 1.800.000 άνδρες, πάνω από 14 χιλιάδες πυροβόλα και όλμους και 1.700 τανκς. Για την υποστήριξη της επίθεσης διατέθηκαν περί τα 1.390 αεροπλάνα.
Την ομάδα στρατιών «Κέντρο» θα αντιμετώπιζαν από την άλλη πλευρά οι στρατιές του Δυτικού, του Εφεδρικού και του μετώπου Μπριάνσκ, τις οποίες διοικούσαν αντίστοιχα ο στρατηγός Ι. Κόνιεφ, ο στρατάρχης της ΕΣΣΔ Ε. Μπουντιόνι και ο στρατηγός Α. Γερεμένκο. Στη διάθεσή τους είχαν 95 σχηματισμούς, πολλοί από τους οποίους δεν είχαν πλήρη σύνθεση και μερικοί δεν ήταν αρκετά εκπαιδευμένοι και δεν είχαν πολεμική πείρα. Συνολικά στη σύνθεση των τριών αυτών μετώπων πολεμούσαν γύρω στους 1.250.000 άνδρες, με 7.600 πυροβόλα και όλμους, 990 τανκς και γύρω στα 680 αεροπλάνα15. Η υπεροχή του αντιπάλου είναι οφθαλμοφανής.
Στις 8 Οκτώβρη έπεσε το Οριόλ, μια σημαντική πόλη νότια της Μόσχας και ο Χίτλερ έστειλε το διευθυντή του για θέματα Τύπου, Οτο Ντίτριχ, αεροπορικώς στο Βερολίνο για να δηλώσει στους ανταποκριτές των κυριότερων εφημερίδων του κόσμου ότι «Δι’ οιονδήποτε στρατιωτικόν σκοπόν η Σοβιετική Ρωσία έχει εξοφλήσει».
Αλλά, όπως σημειώνει ο Αμερικανός δημοσιογράφος Ουίλιαμ Σίρερ «Αι δημόσιαι αυταί καυχησιολογίαι του Χίτλερ και του Ντίτριχ, διά να είπωμεν το ολιγώτερον, ήσαν πρόωροι»…
Στις 19 Οκτώβρη η Επιτροπή Κρατικής Αμυνας κήρυξε τη Μόσχα και τη γύρω περιοχή σε κατάσταση πολιορκίας. Το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Οκτώβρη, με απόφαση της εν λόγω Επιτροπής, πολλές κεντρικές κρατικές και κομματικές υπηρεσίες, το διπλωματικό σώμα, πολλά εργοστάσια, επιστημονικά, εκπαιδευτικά και πολιτικά ιδρύματα απομακρύνθηκαν από τη σοβιετική πρωτεύουσα και εγκαταστάθηκαν στο Κούιμπισεφ, στο Σβερντλόφσκ και σε άλλες πόλεις του Ποβόλζιε και των Ουραλίων, στο Καζαχστάν και στην Κεντρική Ασία.
Το ΠΓ της ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος με επικεφαλής τον Στάλιν και το Γενικό Αρχιστρατηγείο έμειναν στη Μόσχα όπου χιλιάδες λαού με τους κομμουνιστές στην πρώτη γραμμή δούλευαν ασταμάτητα στην οργάνωση της άμυνας της πόλης. Η Κομματική Επιτροπή Μόσχας του Μπολσεβίκικου κόμματος σε έκκλησή της προς το λαό έλεγε :
«Η Μόσχα κινδυνεύει. Θα πολεμήσουμε για τη Μόσχα επίμονα, μανιασμένα, ως την τελευταία σταγόνα του αίματός μας! Καθένας από σας, σε όποιο πόστο κι αν στέκεται, όποια δουλιά κι αν κάνει, ας γίνει μαχητής του στρατού που υπερασπίζεται τη Μόσχα από τους φασίστες επιδρομείς. Εκείνος που δουλεύει στα οχυρωματικά έργα πρέπει να ξέρει πως η δουλιά του εδραιώνει την άμυνα της Μόσχας. Εκείνος που δουλεύει στο εργοστάσιο πρέπει να ξέρει πως υπερασπίζει την πατρίδα, υπερασπίζει τη Μόσχα. Ο μαχητής του Κόκκινου Στρατού, ο μαχητής των ταγμάτων καταδρομών ας θυμάται πως ο λαός του έδωσε το όπλο για να υπερασπίσει την πατρίδα και το λαό του ως την τελευταία του πνοή».
Από τις 5 Οκτώβρη είχε κληθεί από το μέτωπο του Λένινγκραντ στη Μόσχα ο Γ. Κ. Ζούκοφ ο οποίος στις 10 Οκτώβρη – με διαταγή του Γενικού Στρατηγείου της Ανωτάτης Γενικής Διοίκησης την οποία υπέγραφαν ο Στάλιν και ο Σαπόσνικοφ – διορίστηκε διοικητής του Δυτικού μετώπου.
Στις 20 Οκτώβρη, ύστερα από σκληρές μάχες, η επίθεση του εχθρού ανακόπηκε 100 περίπου χιλιόμετρα δυτικά της Μόσχας. Τώρα οι δυσκολίες και η αγωνία συσσωρεύονταν στο γερμανικό στρατόπεδο.
Στις 6 Νοέμβρη 1941 ο Γερμανός διοικητής της δεύτερης ομάδας μεραρχιών αρμάτων – και μια από τις σημαντικότερες στρατιωτικές φυσιογνωμίες του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου – στρατηγός Χάιντς Γκουντέριαν έγραφε:
«Για το στράτευμα πρόκειται περί ταλαιπωρίας, για την υπόθεσίν μας όμως περί τραγωδίας, δεδομένου ότι ο αντίπαλος κερδίζει χρόνον και εμείς προχωρούμε με τα σχέδιά μας στην καρδιά του χειμώνος. Είμαι στενοχωρημένος για την εξέλιξη αυτή. Και η πιο καλή θέλησις ανατρέπεται από τα στοιχεία της φύσεως. Η μοναδική ευκαιρία να καταφέρομε ένα τρομακτικό πλήγμα εξαφανίζεται όσο πάει και περισσότερον, και δεν ξέρω καν αν θα ξαναέλθει ποτέ. Τι πρόκειται να γίνη αυτό το γνωρίζει μόνον ο θεός. Πρέπει να ελπίζομε και να μη χάνομε το θάρρος μας, αλλά αναμφιβόλως πρόκειται για μια μεγάλη δοκιμασία».
Ανησυχώντας για το πλησίασμα του ρωσικού χειμώνα, το γερμανικό επιτελείο ξεκίνησε τη δεύτερη γενική επίθεση εναντίον της σοβιετικής πρωτεύουσας στις 16 Νοέμβρη του 1941. Η μάχη αυτή – σύμφωνα με τον στρατηγό του Κόκκινου Στρατού Ν. Ταλένσκι – χωρίζεται σε δύο φάσεις: Την αμυντική μάχη που καλύπτει την περίοδο από τις 16 Νοέμβρη ως τις 5 Δεκέμβρη 1941 και την αντεπίθεση του Κόκκινου Στρατού που άρχισε στις 6 Δεκέμβρη του ιδίου έτους.
Στη διάρκεια της αμυντικής μάχης, η Μόσχα ένιωσε συχνά την ανάσα του εχθρού αφού σε ορισμένα σημεία τα γερμανικά στρατεύματα έφτασαν σε απόσταση 25-30 χιλιομέτρων από το κέντρο της πόλης. Ομως δεν είχαν δυνάμεις για κάτι περισσότερο. Η σκληρή αμυντική γραμμή του Κόκκινου Στρατού, το κύριο βάρος της οποίας σήκωσαν τα στρατεύματα υπό τη διοίκηση των Κ.Κ. Ροκοσόφσκι και Λ. Α. Γκοβόροφ, έφθειρε ανεπανόρθωτα τις εχθρικές δυνάμεις προκαλώντας τους τεράστιες απώλειες.
Στα τέλη Νοέμβρη το Σοβιετικό επιτελείο άρχιζε να ετοιμάζει την αντεπίθεση. «Το σχέδιο του σοβιετικού ανώτατου στρατηγείου – γράφει ο στρατηγός του Κόκκινου Στρατού Π. Δ. Κορκοντίνοφ – απέβλεπε στο να συντρίψει τα στρατεύματα κρούσης του εχθρού, που προσπαθούσαν να υπερφαλαγγίσουν τη Μόσχα από το βορά και το νότο, και ύστερα, αφού απωθήσει τα υπολείμματά τους προς δυσμάς, να υπερφαλαγγίσει, τα πλευρά των υπολοίπων δυνάμεων της ομάδας στρατιών ”Κέντρο”.
Σύμφωνα με το σχέδιο αυτό, η μάχη μπροστά στη Μόσχα, μετά το πέρασμα των σοβιετικών στρατευμάτων στην αντεπίθεση, διεξαγόταν σε δύο τομείς – βορειότερα και νοτιότερα από τη Μόσχα». Ο Στρατηγός Α.Μ. Βασιλέφσκι που εκείνες τις μέρες αντικαθιστούσε τον άρρωστο στρατηγό Σαπόσνικοφ στα καθήκοντα του αρχηγού του Γενικού Επιτελείου, θυμάται:
«Αρχισε να ξετυλίγεται μια μεγαλειώδης μάχη. Η επιτυχία μεγάλωνε μέρα με τη μέρα. Η πρωτοβουλία περνούσε αναμφισβήτητα στα χέρια μας. Το απροσδόκητο χτύπημα των σοβιετικών στρατευμάτων προκάλεσε συγκλονιστική εντύπωση στη φασιστική διοίκηση. Στις 8 Δεκέμβρη, ο Χίτλερ υπόγραψε τη λεγόμενη διαταγή αριθμ. 39, που προέβλεπε το γενικό πέρασμα σε άμυνα των γερμανικών στρατευμάτων στις προσβάσεις της Μόσχας».
Οι Γερμανοί, στο εξής δεν κατάφεραν να πάρουν ξανά την πολεμική πρωτοβουλία. «Οι εξαντλημένοι Γερμανοί – γράφει ο Λίντελ Χαρτ – ανατράπηκαν, τα πλευρά τους ζώθηκαν από τα ρωσικά στρατεύματα και τελικά δημιουργήθηκε μια κρίσιμη κατάσταση. Οι εισβολείς, από το βαθμό του στρατηγού και κάτω, άρχισαν να γεμίζουν με τις φοβερές σκέψεις της υποχωρήσεως του Ναπολέοντα απ’ τη Μόσχα».
Η νίκη κατά των ορδών του φασισμού μπροστά στις πύλες της Μόσχας χάραζε στον ορίζοντα την προοπτική της τελικής νίκης…
ΟΛΟΙ οι λαοί του κόσμου με ενθουσιασμό τότε χαιρέτισαν τη μεγάλη νίκη του σοβιετικού στρατού. Οι μαρτυρίες πολιτικών και στρατιωτικών ηγετών πολλών κρατών υπογράμμισαν τη σημασία της νίκης.
Ο Τσόρτσιλ σε ραδιοφωνική του δήλωση ρωτούσε: «Πώς ήταν τα πράγματα στα μέσα Αυγούστου»; Τις μέρες εκείνες φαινόταν ότι οι Γερμανοί τεμάχιζαν το ρωσικό στρατό και προχωρούσαν γρήγορα προς το Λένινγκραντ, τη Μόσχα, το Ροστόβ. Πώς είναι τα πράγματα τώρα; Οι Ρώσοι προελαύνουν νικηφόρα. Οι Γερμανοί βρήκαν την ήττα, τις αποτυχίες και την τιμωρία των πρωτάκουστων εγκλημάτων… (15/2/1942).