14 Νοεμβρίου 1966: Αρχίζει η δίκη της υπόθεσης ΑΣΠΙΔΑ
Στις 14 Νοεμβρίου του 1966 άρχισε στη μεγάλη αίθουσα του Πρωτοδικείου Αθηνών, στο Μέγαρο «Αρσακείου» , η δίκη του ΑΣΠΙΔΑ (από τα αρχικά των λέξεων Αξιωματικοί Σώσατε Πατρίδα, Ιδανικά, Δημοκρατία, Αξιοκρατία).
Την υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ είχε φέρει στο φως ο αρχηγός των κυπριακών Ενόπλων Δυνάμεων, στρατηγός Γεώργιος Γρίβας, ο οποίος είχε ενημερώσει σχετικά το Βασιλιά Κωνσταντίνο και τον υπουργό Εθνικής Άμυνας, Πέτρο Γαρουφαλιά, όχι όμως και τον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου.
Μία δακτυλογραφημένη αναφορά του Γρίβα προς τον Γαρουφαλιά, που έφτασε στα χέρια του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου, περιείχε και τον “όρκο” της οργάνωσης του ΑΣΠΙΔΑ, ενώ στην εισαγωγική αναφορά του ο Γρίβας μνημόνευε τον Ανδρέα Παπανδρέου. Ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου σημειώνει στις αναμνήσεις του: “Η ανησυχία του πατέρα μου ξεκινούσε από το γεγονός ότι η εισαγωγική παράγραφος της αναφοράς του Γρίβα αναφερόταν σε εμένα. Ο Γρίβας υποστήριζε πως η επίσκεψή μου στην Κύπρο υπονόμευσε το ηθικό του εκεί ελληνικού στρατού και υπογράμμιζε το γεγονός ότι ο λοχαγός Μπουλούκος μιλούσε με θαυμασμό για μένα στους συναδέλφους του. Ο Γρίβας υπαινισσόταν πως υπήρχε στενός σύνδεσμος μεταξύ εμού και της ομάδας του ΑΣΠΙΔΑ”.
Η υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ παραπέμφθηκε από την κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου στη στρατιωτική δικαιοσύνη, καθιστώντας σαφές ότι η κατασκευή αυτής της συνωμοσίας έγινε με τη συμμετοχή κυρίως των Ανακτόρων , που ήθελαν τον απόλυτο έλεγχο του στρατεύματος, και στόχευε στην κατασυκοφάντηση της Ένωσης Κέντρου και τη συγκάλυψη της δράσης της παραστρατιωτικής δεξιάς οργάνωσης ΙΔΕΑ, από την οποία προέρχονταν πολλά επίλεκτα μέλη της μετέπειτα δικτατορίας της 21ης Απριλίου.
Η υπόθεση αντί να λήξει με την επιβολή των πειθαρχικών ποινών, οδηγήθηκε στη διενέργεια κύριας ανάκρισης, διευρύνοντας τον κύκλο των κατηγορουμένων. Η εξέλιξη αυτή ήταν ολοφάνερο πως μεθοδεύτηκε από κύκλους που συνδέονταν με τα Ανάκτορα και βρήκε πολιτική κάλυψη από ένα κομμάτι του Κέντρου, με βασικό εκφραστή τον Πέτρο Γαρουφαλιά.
Κατά τη διάρκεια των κυβερνήσεων της «Αποστασίας», εκδόθηκε το 475 σελίδων παραπεμπτικό βούλευμα (29 Σεπτεμβρίου 1966), που ενοχοποιούσε φιλοπαπανδρεϊκούς αξιωματικούς με την κατηγορία ότι σκόπευαν να εγκαθιδρύσουν «δικτατορία νασερικού τύπου».
Η δημοσίευση του βουλεύματος του Δικαστικού Συμβουλίου του Διαρκούς Στρατοδικείου Αθηνών για την υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ, την 1η Οκτωβρίου του 1966, αποτέλεσε πραγματική πολιτική βόμβα: Παραπέμφθηκαν να δικαστούν 29 αξιωματικοί, οι περισσότεροι “επί ενώσει προς στάσιν” και “επί συνωμοσία προς εκτέλεσιν πράξεως εσχάτης προδοσίας”. Επιπροσθέτως, κατά το βούλευμα, οι κατηγορούμενοι “εν τη προσπαθεία τους να μυήσουν αξιωματικούς εις την οργάνωσιν ΑΣΠΙΔΑ… συνιστούν προς προστασία της κινδυνευούσης Δημοκρατίας την υπό τον αξιωματικών υποστήριξιν της κυβερνήσεως Γ. Παπανδρέου ή διάδοχον ταύτης υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου, προς επίτευξιν της οποίας οι αξιωματικοί οφείλουν να οργανωθούν πέριξ τούτου, καθ’ όσον ούτος είναι η πλέον ισχυρά ηγετική φυσιογνωμία της εποχής και ως υιός του πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου και ως οικονομολόγος και κάτοχος του κυπριακού προβλήματος, δι’ ο μάλιστα εις τούτον έχει ανατεθεί η αρχηγία της οργανώσεως…”.
Σε άλλο σημείωμα το αχανές βούλευμα έβαλε ευθέως και κατά του πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου, όπως και πληθώρας πολιτικών προσώπων: “Εκ της όλης ανακρίσεως και κατ’ αντικειμενικήν εκτίμησιν του συλλεγέντος αποδεικτικού υλικού, αναγκαίως άγεταί τις εις την κρίσιν ότι η παράνομος οργάνωσις “δημοκρατικών αξιωματικών” υπό την επωνυμίαν ΑΣΠΙΔΑ… κατευθύνεται υπό προσώπων της πολιτικής ηγεσίας της Ενώσεως Κέντρου, υφιστάμενων ενδείξεων συμμετοχής εις ταύτην, κατά μείζονα ή ελλάσσονα βαθμόν, των τέως υπουργών Ανδρέα Παπανδρέου, Μιχαήλ Παπακωνσταντίνου, Παύλου Βαρδινογιάννη, Νίκου Ζουμπογιώργου και Στυλιανού Χούτα, συναγομένου μάλιστα εξ επαρκών τοιούτων ότι αρχηγός της ανωτέρω παρανόμου οργανώσεως τυγχάνει ο εκ τούτων Ανδρέας Παπανδρέου και ότι των περιστατικών τούτων ετέλει εν γνώσει ο, κατά τον κρίσιμον χρόνον, πρωθυπουργός (πατήρ του) Γεώργιος Παπανδρέου, δι’ ο και, επιλήσμων γενόμενος των εκ της άνω ιδιότητός του, ως πρωθυπουργού και ως εκ τούτου θεματοφύλακος των εθνικών αξιών, του κύρους των θεσμών και των νόμων, απορρεουσών ιδιαζουσών υποχρεώσεών του, κατετεμάχισεν αμέσως μετά την ανάγνωσίν της, την 2αν Ιουλίου 1966, την περιελθούσαν εις χείρας του ιδιόγραφον επιστολήν του υποδίκου, δια την συμμετοχήν του εις την παράνομον ταύτην οργάνωσιν, λοχαγού Παπαγεωργόπουλου Παν., απευθυνομένην προς τον συνήγορόν του Ανδρέα Παπαγεωργόπουλου και περιέχουσαν σαφείς ενδείξεις συμμετοχής του υιού του Ανδρέα Παπανδρέου εις την αυτήν παράνομον οργάνωσιν, αφ’ ης πλέον ενεργείας του ούτος αναμφισβητήτως τελεί εν γνώσει των αυτών ως άνω περιστατικών, καταστήσας ούτω διαβλητάς, καθ’ ο υποκριτικάς, απάσας τας επιγενομένας αποφάσεις και πράξεις του…”.
Ο Γεώργιος Παπανδρέου αντέδρασε χλευαστικά:
“Σκευωρία των σκοτεινών δυνάμεων είναι η υπόθεσις, η οποία εκκρεμεί ενώπιον της Δικαιοσύνης και η αποκάλυψις της σκευωρίας συνετελέσθη πλήρως με το εκδοθέν βούλευμα… Ουδέν δικαστικόν πόρισμα έχει υπάρχει τόσον κενόν εις θετικάς αποδείξεις. Και παρ’ όλα τα αθέμιτα μέσα, τα οποία εχρησιμοποιήθησαν… εις μεν τους αντιπάλους της Ενώσεως Κέντρου βαθεία απογοήτευσις εκ του κενού βουλεύματος, το οποίον δεν είναι δικαστικόν κείμενον, αλλ’ άθλιον άρθρον του χειρότερου δεξιού Τύπου. Εις δε τον δημοκρατικόν κόσμον η εντύπωσις έχει προσπεράσει την αγανάκτησιν δια να προκαλέση γενικήν ιλαρότητα”.
Στις 14 Νοεμβρίου οι αρχές είχαν πάρει δρακόντεια μέτρα ασφαλείας έξω από το Πρωτοδικείου Αθηνών. Ολόκληρο το τετράγωνο είχε κυκλωθεί από ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις και οι κατηγορούμενοι αξιωματικοί μεταφέρθηκαν με κλούβες, ενώ πλήθη κόσμου είχαν συγκεντρωθεί στα απέναντι πεζοδρόμια. Πρόεδρος του Στρατοδικείου είχε οριστεί ο αρεοπαγίτης Θ. Καμπέρης, βασιλικός επίτροπος ήταν ο Ηλ. Παπαπούλος, τακτικά μέλη οι Γ. Χατζής, Γ. Μπεληγιάννης, Α. Ζαλαχώρης, Ν. Μπιρμπίλης, και αναπληρωματικά οι Ε. Κεχαγιάς, Α. Πολίτης, Δ. Παπαδόπουλος, Π. Πανουργιάς, Κ. Βρυώνης και Ι. Κριστέλης.
Η ακροαματική διαδικασία ήταν θορυβώδης κι επεισοδιακή και διάρκεσε έως τις 16 Μαρτίου 1967, οπότε εκδόθηκε η απόφαση : 15 από τους κατηγορουμένους καταδικάσθηκαν σε ποινές φυλάκισης από 2 χρόνια έως ποινές κάθειρξης 18 ετών, ενώ 13 αθωώθηκαν, χωρίς να αποδειχθεί ανάμιξη του Ανδρέα Παπανδρέου στην υπόθεση.
Σε 18 χρόνια κάθειρξη και πενταετή στέρηση των πολιτικών τους δικαιωμάτων καταδικάστηκαν ο συνταγματάρχης Αλέξανδρος Παπατέρπος, ο αντισυνταγματάρχης Αριστείδης Δαμβουνέλης, οι λοχαγοί Αριστόδημος Μπουλούκος, Παναγιώτης Παπαγεωργόπουλος και Θεοφάνης Τόμπρας. Σε κάθειρξη 13 χρόνων και πενταετή στέρηση των πολιτικών τους δικαιωμάτων οι λοχαγοί Δημήτριο Παπαγιαννόπουλος και Ιωάννης Πανούτσος, σε κάθειρξη 8 ετών και πενταετή στέρηση των πολιτικών τους δικαιωμάτων ο αντισυνταγματάρχης Δημήτριος Παραλίκας και οι λοχαγοί Α. Βλάχος και Κ. Κεπενός. Τέλος, πέντε ακόμη κατηγορούμενοι καταδικάσθηκαν σε ποινές φυλάκισης.
Λίγες ημέρες νωρίτερα, στις 25 Φεβρουαρίου 1967, εισαγγελέας και ανακριτής (Σωκράτης Σωκρατείδης), που ερευνούσαν το πολιτικό σκέλος της υπόθεσης ΑΣΠΙΔΑ, ζήτησαν από τη Βουλή την άρση της βουλευτικής ασυλίας του Ανδρέα Παπανδρέου και του Παύλου Βαρδινογιάννη, με την κατηγορία της συμμετοχής σε συνωμοσία προς εκτέλεση πράξεων εσχάτης προδοσίας.
Σύμφωνα με τα όσα ακούστηκαν κατά τη διάρκεια της δίκης, όσα αποκαλύφθηκαν από τις εφημερίδες της εποχής και κυρίως όσα ήρθαν στο φως κατά τη διάρκεια και μετά τη στρατιωτικοφασιστική δικτατορία, η υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ ήταν μέρος του σχεδίου για την οργάνωση πραξικοπήματος. Ενός πραξικοπήματος που γνώριζαν ήδη οι αμερικανικές υπηρεσίες και ενθάρρυναν την πραγματοποίησή του. Με τη δίκη για την υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ οι οργανωτές του πραξικοπήματος έστρεφαν το ενδιαφέρον μακριά από τις κινήσεις τους, έβγαζαν «εκτός μάχης» κάποιους αξιωματικούς που πιθανόν θα αντιστέκονταν και αποκαθιστούσαν τον πλήρη έλεγχο στο στρατό μέσω και της οργάνωσης ΙΔΕΑ.
Όπως έγινε γνωστό, τρεις μέρες μετά την έκδοση του βουλεύματος, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος αποδέχτηκε την εισήγηση του απόστρατου πτεράρχου Πέτρου Μητσάκου και έδωσε εντολή στους στρατηγούς για το σχεδιασμό πραξικοπήματος. Αυτό αναφέρεται στα αρχεία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Κατά τις ίδιες πηγές, στις αρχές Νοέμβρη ο αρχηγός ΓΕΣ στρατηγός Σπαντιδάκης, ενημέρωσε τους Αμερικανούς ότι έχει αναθέσει σε έμπιστους αξιωματικούς συγκεκριμένα καθήκοντα για την προετοιμασία σχεδίου κατάληψης της εξουσίας, με την έγκριση του βασιλιά, υπό την ονομασία «Ιέραξ 2», κατά τα πρότυπα του ΝΑΤΟικού σχεδίου «Προμηθεύς». Παράλληλα, και χωριστά κινείται και η συνωμοτική ομάδα των συνταγματαρχών του Παπαδόπουλου.
Η αυλαία της υπόθεσης ΑΣΠΙΔΑ έπεσε 23 Δεκεμβρίου 1967, με την παροχή αμνηστίας από τον δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο, δέκα μέρες μετά το αποτυχόν κίνημα του βασιλιά Κωνσταντίνου.