Το post Παπαγεωργίου στο Facebook και η «προδοσία» του…Παλαμά
Παρότι συνήθως παρακολουθώ σχεδόν αδιάφορα τις κοινωνικο-πολιτικές προσεγγίσεις που συχνά πυκνά διατυπώνει στο facebook ο δημοτικός σύμβουλος Σικυωνίων Δημήτρης Παπαγεωργίου , οφείλω να παραδεχθώ ότι την πρόσφατη ανάρτησή του για τον Εθνικό ποιητή μας Κωστή Παλαμά την διάβασα με ιδιαίτερη προσοχή , καθότι ο φέρελπις αυτοδιοικητικός απέδειξε περίτρανα ότι εκτός από το αντιπολιτευτικό ενδιαφέρον του να αναδεικνύει στα social media τα πρακτικά προβλήματα της καθημερινότητας και τις ενδεχόμενες παθογένειες της Δημοτικής Αρχής , ξέρει να τιμά και τους Πνευματικούς Δημιουργούς του Πολιτισμού μας και ίσως έτσι μπορεί να ελπίζει ότι θα διεγείρει και την κοινή γνώμη των «εθνικοφρόνων» ψηφοφόρων του…σε επανάσταση συνειδήσεων!
Ειδικά αυτό το: «Χιλιάδες κόσμου συνόδευσαν τον ποιητή κραυγάζοντας τον Εθνικό Ύμνο στην τελευταία του κατοικία» , που ο κ. Παπαγεωργίου από κεκτημένη ταχύτητα έγραψε στο facebook , θέλοντας ίσως να περιγράψει με «μπαχαλάκικο» πνεύμα την αυθόρμητη αντικατοχική διαδήλωση του απλού λαού , που μπροστά στα αμήχανα μάτια των Γερμανών κατακτητών και της δοσίλογης κυβέρνησης Λογοθετόπουλου συνόδεψε το σκήνωμα του Ποιητή στην τελευταία του κατοικία στο Α’ Νεκροταφείο , θα πρέπει να αφύπνισε αρκετούς από τους «εθνικόφρονες» φίλους του , αν κρίνουμε από τα «λάικ» που πήρε!
Ενδεχομένως να αφύπνισε και τον κ. Σταματόπουλο ως πρόεδρο της Επιτροπής Παιδείας, Θρησκευμάτων και Νεολαίας της ΚΕΔΕ – παρότι ο Σπύρος , ως δήμαρχος «αριστερών» πεποιθήσεων, μάλλον γνωρίζει ότι στην μετακατοχική εποχή ο Κωστής Παλαμάς θεωρήθηκε από κρατικό λειτουργό ΑΝΤΕΘΝΙΚΟΣ και οι στίχοι του εθνικού μας ποιητή χαρακτηρίστηκαν «λίβελλος εναντίον του έθνους» , ενώ 13 χρόνια μετά το θάνατό του ζητήθηκε να προσαχθεί στο δικαστήριο «να καταδικαστεί για εσχάτη προδοσία και να κρεμαστεί».
Το περιστατικό συνέβη την Τρίτη, 13 Μαρτίου του 1956, όταν ο Κεφαλλονίτης δικηγόρος Γιώργος Θεοτοκάτος ανέγνωσε το γνωστό ποίημα του Παλαμά «Ο εκδικητής» στη δίκη που είχε συρθεί ο Μενέλαος Λουντέμης με την κατηγορία πως η συλλογή διηγημάτων «Βουρκωμένες μέρες» είναι έργο υπονομευτικό και αντεθνικό και ότι η δημοσίευσή του αποτελεί προπαρασκευαστική πράξη εσχάτης προδοσίας.
Για την ιστορία να πούμε ότι οι «Βουρκωμένες μέρες» είναι μια συλλογή κειμένων, που διηγούνται ιστορίες ανθρωπιάς στο πιο απάνθρωπο ιστορικό πλαίσιο, αυτό του δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου και του Εμφύλιου που ακολούθησε. Τα 14 διηγήματα, με ήρωες ανθρώπους του μόχθου, της πάλης για κοινωνική απελευθέρωση, ανθρώπους καθημερινούς, κυνηγημένους από το παρακράτος, θύματα μιας αχαλίνωτης μισαλλοδοξίας, στέκονται εκεί αντίκρυ μας με μάτια απορημένα σ’ ένα ατέλειωτο «γιατί». Με αδρό, πλούσιο, παραστατικό λόγο καταγράφει τις ταλαιπωρίες ενός λαού που υφίσταται τη βία μέσα στις φυλακές και τις εξορίες, ενός λαού όμως αλύγιστου, περήφανου, που ψάχνει για φως και ελπίδα.
Το βιβλίο όμως εκρίθη από την Ασφάλεια «αντεθνικό και επαναστατικό». Στη δίκη που έγινε την Τρίτη, 13 Μαρτίου του 1956, με τον εμφυλιοπολεμικό νόμο 509/47, η Εισαγγελία είχε προσάψει στον Μενέλαο Λουντέμη την κατηγορία ότι είναι έργο υπονομευτικό και αντεθνικό και ότι η δημοσίευσή του αποτελεί προπαρασκευαστική πράξη εσχάτης προδοσίας.
Ο Λουντέμης μαζί με τους τρεις συγκατηγορούμενούς εκδότες του βιβλίου, Ν. Αμπατιέλο, Γ. Χριστοδουλάκη και Ι. Γαμβιέλο είχαν μεταχθεί στην Αθήνα από τον Αη-Στράτη, όπου βρίσκονταν εκτοπισμένοι, για να δικαστούν. Συνήγορος του Μενέλαου Λουντέμη ήταν ο Κεφαλλονίτης δικηγόρος Γιώργος Θεοτοκάτος, Ο υπερασπιστής των καταδιωκομένων αγωνιστών στα κακουργοδικεία και έκτακτα στρατοδικεία. Από το 1950 μέχρι το 1958, ήταν υπεύθυνος δικαστικού του ΚΚΕ που ήταν σε κατάσταση βαθιάς παρανομίας συμμετείχε σε όλες τις μεγάλες δίκες των Νίκου Μπελογιάννη, Αντώνη Αμπατιέλου, Νίκου Καλούδη, του Χαρίλαου Φλωράκη και άλλων.
Μάρτυρες υπεράσπισης ήταν ο Άγις Θέρος (πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών), ο Γιώργος Θεοτοκάς (λογοτέχνης), ο Θ. Συνοδινός (διευθυντής της Λυρικής Σκηνής), ο ποιητής Κώστας Βάρναλης, ο Στράτης Δούκας (γενικός γραμματέας της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών), ο Ασημάκης Πανσέληνος (λογοτέχνης) και ο Κώστας Κοτζιάς (θεατρικός συγγραφέας και εκδότης) που υποστήριξαν ότι το βιβλίο του «είναι ένα εξαιρετικό έργο, γεμάτο αγάπη για τον άνθρωπο και πίστη στην πορεία του προς το μέλλον».
Μάρτυρες κατηγορίες ήταν ο Ιωάννης Καραχάλιος (βασικός μάρτυρας υπεράσπισης των βασανιστών της χούντας Μάλλιου , Μπάμπαλη και σια που έγινε στο Κακουργιοδικείο Χαλκίδας το Νοέμβρη του 1975), ανώτερος αξιωματικός της Γενικής Ασφαλείας και ο επίσης ασφαλίτης Χ. Γραμμένος.
Οι μάρτυρες υποστήριξαν ότι το βιβλίο του είναι «αντεθνικού και ανατρεπτικού περιεχομένου» και «προπαγανδίζει τας πολιτικάς του ιδέας, θίγει την έννοια του κράτους, κλονίζει την εμπιστοσύνη του λαού στη Δικαιοσύνη, καλλιεργεί το μίσος».
Κατά την εξέταση του μάρτυρα Καραχάλιου, ο οποίος διάβασε αποσπάσματα από το βιβλίο του Λουντέμη για να αποδείξει τους ισχυρισμούς του, ο συνήγορος των κατηγορουμένων κ. Θεοτοκάτος διάβασε στίχους των οποίων δεν αποκάλυψε τον ποιητή και ρώτησε τον μάρτυρα αν οι στίχοι αυτοί είναι ανατρεπτικού χαρακτήρα.
Το περιστατικό αποτυπώνεται ανάγλυφα στο βιβλίο του δημοσιογράφου Λάμπρου Ζιώγα: «Η δίκη του Μενέλαου Λουντέμη »
Στην εξέταση του μάρτυρα Καραχάλιου, ο Θεοτοκάτος (συνήγορος του Λουντέμη) πήρε απ’ το τραπέζι ένα πανόδετο βιβλίο με γαλάζια ξεθωριασμένα εξώφυλλα, το άνοιξε και άρχισε να απαγγέλει, καθαρά και βροντόφωνα για να μπορούν να τον παρακολουθούν όλοι:
Εγώ είμαι ο γκρεμιστής
Γιατί εγώ είμαι κι ο χτίστης
Ο διαλεχτός της άρνησης
Κι ο ακριβογιός της πίστης.
Και θέλει και το γκρέμισμα
Νου και καρδιά και χέρι.
Στου μίσους τα μεσάνυχτα
Τρέμει ενός πόθου αστέρι.
Κι αν είμαι της νυχτιάς βλαστός,
Του χαλασμού πατέρας,
Πάντα κοιτάζω προς το φως
Το απόμαυρο της μέρας.
Εγώ ο σεισμός ο αλύπητος,
Εγώ κι ο ανοιχτομάτης
Του μακρεμένου αγναντευτής
Κι ο κλέφτης κι ο απελάτης
Και με το καριοφύλλι μου
Και με το απελατίκι
Την πολιτεία την κάνω ερμιά,
Γη χέρσα το χωράφι.
Εδώ ο θεοτοκάτος σταματά , στρέφεται προς το μάρτυρα και λέει:
– Περιμένω ν’ ακούσω τη γνώμης σας γι’ αυτό το κείμενο κύριε μάρτυς.
Ο Καραχάλιος (μάρτυρας- αστυνόμος γενικής ασφάλειας) όμως σωπαίνει. Ύστερα από λίγο λέει:
– Δεν μπορώ να εκφράσω γνώμη μόνο από ένα απόσπασμα.
– Τότε παρακαλώ τον πρόεδρο να μου επιτρέψει να συνεχίσω, λέει ο Θεοτοκάτος.
Κάλλιο φυτρώστε αγραγκαθιές
Και κάλλιο ουρλιάστε, λύκοι,
Κάλλιο φουσκώστε ποταμοί,
Και κάλλιο ανοίχτε , τάφοι,
Και , δυναμίτη, βρόντηξε
Και σιγοστάλαξε αίμα
Παρά σε πύργους άρχοντας
Και σε ναούς το ψέμα.
Των πρωτογέννητων καιρών
Η πλάση με τα’ αγρίμια
Ξανάρχεται. Καλώς να’ ρθη.
Γκρεμίζω την ασχήμια…
Εδώ σταματάει πάλι ο συνήγορος και ξαναρωτάει το μάρτυρα:
– Μήπως τώρα κύριε μάρτυς, σχηματίσατε γνώμη;
Αντί για απάντηση ο μάρτυρας ρωτά:
– Τίνος είναι αυτό το βιβλίο;
– Γιατί κύριε μάρτυς σας ενδιαφέρει;
– Ναι, με ενδιαφέρει.
– Γιατί σας ενδιαφέρει; Εσείς είπατε προηγουμένως ότι για να σχηματίσετε άποψη για κάποιο έργο δεν σας ενδιαφέρει ο συγγραφέας αλλά το περιεχόμενο και μόνο αυτό.
– Μα ξέρετε κύριε συνήγορε… Όταν γνωρίζουμε το συγγραφέα μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα τι λέει. Λοιπόν πέστε μου σας παρακαλώ τίνος είναι για να μπορέσω να κρίνω και να εκφέρω γνώμη.
– Δεν θα σας τον πω, γιατί αυτό αντιβαίνει στη συμφωνία που κάναμε πριν λίγο. Κι ύστερα εσείς μόνος σας είπατε ότι κρίνετε αντικειμενικά ένα λογοτεχνικό έργο. Το κρίνετε απ’ το περιεχόμενο κι όχι από το συγγραφέα του.
Εδώ επεμβαίνει ο εισαγγελέας :
– Τέλος πάντων, κύριε συνήγορε, θα μας τον πείτε καμιά φορά αυτόν το συγγραφέα του κειμένου;
Ο Πρόεδρος Φαρμάκης, που έχει χάσει φαίνεται την υπομονή του, γυρίζει προς τον εισαγγελέα και λέει:
– Αφήστε κύριε εισαγγελέα . Κάποιος του ίδιου φυράματος με το Λουντέμη θα είναι κι αυτός.
Ο Θεοτοκάτος ήρεμος άνοιξε το βιβλίο για να συνεχίσει το διάβασμα. Βλέποντας τον ο πρόεδρος τινάχτηκε πάνω σαν να τον σούβλισαν με πυρωμένα σουβλιά και λέει ουρλιάζοντας:
– Κύριε συνήγορε δεν σας επιτρέπω να συνεχίσετε. Δεν σας επιτρέπω να διαβάζετε ενώπιόν μας τέτοια κείμενα. Αυτό που διαβάσατε δεν είναι ποίημα, είναι λίβελλος εναντίον του έθνους, είναι ένα κείμενο αντεθνικόν, που πρέπει να κατασχεθεί και να καταστραφεί αμέσως, ενώ εκείνος που το’ γραψε , αν δεν έχει καταδικαστεί μέχρι τώρα , πρέπει να καθήσει στο εδώλιο μαζί με τον πελάτη σου, να καταδικαστεί για εσχάτη προδοσία και να κρεμαστεί… Αυτός δεν είναι Έλλην , είναι προδότης, εχθρός της πατρίδας… είπε ο πρόεδρος και κάθησε. Έτρεμε ολόκληρος από το θυμό του.
– Κύριε πρόεδρε, λέει ο Θεοτοκάτος, ομολογώ πως τέτοιο λαβράκι δεν το περίμενα στα δίχτυα μου. Εγώ αλλού ψάρευα, συμπληρώνει, δείχνοντας τον μάρτυρα κατηγορίας. Το ποίημα που απήγγειλα πριν λίγο ενώπιόν σας και που εσείς το χαρακτηρίσατε λίβελλον εναντίον του έθνους, αντεθνικόν κλπ κλπ είναι απόσπασμα απ’ το γνωστό ποίημα «Ο εκδικητής» που κυκλοφορεί σήμερα στην Ελλάδα ελεύθερα και διαβάζεται από όλους τους Έλληνες. Εκείνος που τογραψε και που κατά τη γνώμη σας πρέπει να δικαστεί για προδοσία δεν είναι άλλος από τον εθνικό μας ποιητή Κωστή Παλαμά, που όλο το έθνος τον διαβάζει, τον αγαπά και τον τιμά. Ναι, ο Κωστής Παλαμάς κύριε πρόεδρε. Και για να πεισθείτε καταθέτω το βιβλίο με τα γκρίζα εξώφυλλα λέγοντας:
– Όσο προδότης είναι, κύριε πρόεδρε, ο εθνικός μας ποιητής, άλλο τόσο είναι προδότης κι ο Λουντέμης, που έγραψε το βιβλίο «Βουρκωμένες μέρες» και για το οποίο τόσο λυσσαλέα διώκεται.
Το ακροατήριο ξεσπά σε χειροκροτήματα. Ο πρόεδρος αιφνιδιάζεται, τα χάνει. Δεν ξέρει τι να κάνει. Και για να βγει από τη δύσκολη θέση χτυπά το κουδούνι αμήχανα και διακόπτει τη συνεδρίαση λέγοντας:
– Άνθρωποι είμαστε κι εμείς, δεν μπορεί να τα ξέρουμε όλα»
Ο Λουντέμης αθωώθηκε χωρίς όμως να αφεθεί ελεύθερος αλλά καταδικάστηκε το βιβλίο διότι περιείχε «αδίκους αιτιάσεις κατά του κρατούντος κοινωνικού καθεστώτος» και διατάχθηκε η δήμευση των αντιτύπων που είχαν κατασχεθεί.