Το πρωί της 9ης Αυγούστου 1945 η δεύτερη ατομική βόμβα ισοπεδώνει το Ναγκασάκι

Το πρωί της 9ης Αυγούστου 1945 η δεύτερη ατομική βόμβα ισοπεδώνει το Ναγκασάκι

Τρεις μέρες μετά το παγκόσμιο σοκ της Χιροσίμα ,από την πρώτη ατομική βόμβα που χρησιμοποιήθηκε στις 6 Αυγούστου 1945 ,σειρά είχε μια ακόμη ιαπωνική πόλη, το Ναγκασάκι.

Το ρολόι έδειχνε 11.01 π.μ το πρωί της 9ης Αυγούστου του 1945 ,όταν το αμερικανικό βομβαρδιστικό Β-29 Superfortress Bockscar, με κυβερνήτη τον Charles Sweeney, έριξε την δεύτερη ατομική βόμβα με το ειρωνικό παρατσούκλι  “Fat Man” πάνω από τη βιομηχανική περιοχή του Ναγκασάκι.

Το όπλο που μετέφερε στην πρόσθια αποθήκη βομβών το «Bockscar» ήταν εντελώς διαφορετικό και πολύ πιο πολύπλοκο από το «Little Boy» (Mark I) που έριξε το «Enola Gay» στις 6 Αυγούστου στην Χιρόσιμα. Το ωοειδές Mark III ζύγιζε 10.213 λίβρες (4.632 κιλά) και περιείχε μια σφαίρα πλουτωνίου Pu 239 βάρους 6,2 κιλών περιτριγυρισμένη από εκρηκτικά, σχεδιασμένα να φέρουν με την έκρηξή τους το πλουτώνιο σε «κρίσιμη μάζα».

Στις 03:47 πμ της 9ης Αυγούστου 1945, το «Bockscar» άφηνε τον διάδρομο του North Field στο Τινιάν με προορισμό την Ιό Τζιμά όπου θα συναντούσε τα B-29 «The Great Artiste» και «Big Stink» τα οποία θα ήταν τα αεροσκάφη καταγραφής και φωτογράφισης της αποστολής. Παρά τις ρητές διαταγές του Διοικητή του 509th Composite Group Συνταγματάρχη Tibbets να μην περιμένει στο ραντεβού πάνω από 15 λεπτά, όταν το «Big Stink» καθυστέρησε να φθάσει στην ώρα του ο Sweeney αποφάσισε να περιμένει 30΄ακόμη.

Εν τω μεταξύ, τα Β-29 «Enola Gay» και «Laggin’ Dragon» που εκτελούσαν αναγνώριση καιρού βρίσκονταν ήδη πάνω από την Κοκούρα –τον κύριο στόχο– και το Ναγκασάκι που είχε ορισθεί ως εναλλακτικός. Ο καιρός πάνω και από τις δύο πόλεις ήταν εντός παραμέτρων, όμως τα 45΄που το «Bockscar» περίμενε το αργοπορημένο «Big Stink» οι καιρικές συνθήκες στην Κοκούρα επιδεινώθηκαν.

Όταν το βομβαρδιστικό έφθασε στον κύριο στόχο, η πόλη είχε καλυφθεί από σύννεφα. Τα επόμενα 50΄ο Ταγματάρχης Sweeney προσπάθησε τρεις φορές να βομβαρδίσει τον στόχο αλλά και τις τρείς ο βομβαρδιστής δεν είχε οπτική επαφή. Μια ώρα και 20΄εκτός χρονοδιαγράμματος, το βομβαρδιστικό κατευθύνθηκε προς τον εναλλακτικό στόχο. Η Κοκούρα είχε σωθεί. Το Ναγκασάκι ήταν καταδικασμένο.

Η ρίψη του «Fat Man» πραγματοποιήθηκε από ύψος 30.000 ποδών (9.144 μ) στις 11:01 πμ. Μετά από πτώση 43 δευτερολέπτων, το όπλο εξερράγη στα 1.950 πόδια (594,4 μ) πάνω από την κοιλάδα Ουράκαμί, μεταξύ του εργοστασίου της Mitsubishi και του εργοστασίου πυρομαχικών Ουράκαμί, με απόκλιση από το προκαθορισμένο σημείο στόχευσης σχεδόν κατά 2,4 χλμ.

Η έκρηξη ήταν ισχύος 21 κιλοτόννων, μεγαλύτερη περίπου κατά 20% από αυτήν στην Χιρόσιμα. Παρόλο που τα γύρω υψώματα περιόρισαν τα αποτελέσματα της ατομικής έκρηξης προστατεύοντας ένα μεγάλο μέρος της πόλης, το 44% του Ναγκασάκι δεν γλύτωσε και 35.000 άνθρωποι βρήκαν τον θάνατο ενώ 60.000 τραυματίσθηκαν. Μέχρι τον Δεκέμβριο του 1945, τουλάχιστον 80.000 από τους 250.000 κατοίκους της πόλης είχαν πεθάνει από την ραδιενέργεια.

Οι δύο αυτές ρίψεις στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι έγιναν με προσωπική απόφαση του τότε Προέδρου των ΗΠΑ Χάρι Τρούμαν. Για να πραγματοποιηθούν, ο διοικητής της μοίρας της Αεροπορίας Στρατού Σπατζ, στην οποία ανήκαν τα αεροσκάφη, ζήτησε έγγραφη τη διαταγή από την πολιτική ηγεσία “αρνούμενος να σκοτώσει ίσως 100.000 άτομα με προφορικές μόνον εντολές”. Η διαταγή πράγματι του στάλθηκε εγγράφως με τις υπογραφές του Υπουργού Εσωτερικών Τζορτζ Μάρσαλ και του Υπουργού Στρατιωτικών Χένρι Στίμσον. Η τελική, ωστόσο, απόφαση, σύμφωνα με το Σύνταγμα των ΗΠΑ, έπρεπε να ληφθεί μόνον από τον Πρόεδρο, ο οποίος και την έλαβε, με την αιτιολογία ότι οι ρίψεις αυτές θα έφερναν γρήγορο τέλος στον πόλεμο του Ειρηνικού και ότι τα θύματα από τις βόμβες θα ήταν λιγότερα από τις απώλειες σε μια ενδεχόμενη απόβαση στην Ιαπωνία ή από τη συνέχιση του πολέμου. Υπάρχουν απόψεις όμως που υποστηρίζουν ότι η ρίψη των ατομικών βομβών ήταν μια επίδειξη δύναμης από τις ΗΠΑ προς τον υπόλοιπο κόσμο και κυρίως προς τη Σοβιετική Ένωση. Ως τέτοια, προλείανε το έδαφος για την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου.

Μετά από τις δύο επιθέσεις, η Ιαπωνική Αυτοκρατορία παραδόθηκε άνευ όρων. Οι Αμερικανοί είχαν προειδοποιήσει πως αν δεν συνέβαινε αυτό, η επόμενη ατομική βόμβα θα έπεφτε τις επόμενες μέρες πάνω από την πρωτεύουσα της Ιαπωνίας, το πολυπληθές Τόκιο.

Η διαμάχη για τα κίνητρα

Η ρίψη των ατομικών βομβών στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι , εκτός από το ότι τερμάτιζε τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, έθετε την ανθρωπότητα μπροστά σε μια νέα πραγματικότητα: η καταστρεπτικότητα του νέου όπλου σήμαινε ότι για πρώτη φορά στην ιστορία ο πόλεμος δεν θα αποτελούσε την προσωρινή διακοπή της πολιτικής ή τη συνέχειά της «με άλλα μέσα» (κατά το δόγμα του Κλαούσεβιτς), αλλά την αυτοκαταστροφή του ανθρώπινου γένους.

Ως αποτέλεσμα, η διεθνής κοινότητα βρέθηκε μπροστά στην ανάγκη να απαντήσει σε αδήριτα ερωτήματα που αφορούσαν πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές και πάνω από όλα ηθικοφιλοσοφικές συνιστώσες, που έθετε το νέο υπερόπλο.

Έως τα μέσα της δεκαετίας του 1960 είχαν κάνει την εμφάνισή τους οι δύο κυρίαρχες ερμηνευτικές τάσεις. Από τη μια πλευρά, η «παραδοσιακή» τάση διατεινόταν ότι ο βασικός λόγος για τη χρήση της ατομικής βόμβας ήταν αμιγώς στρατιωτικός: η όσο το δυνατόν ταχύτερη λήξη του πολέμου με τις λιγότερες απώλειες για τις αμερικανικές δυνάμεις. Η «αναθεωρητική» ερμηνεία, στον αντίποδα, θεωρούσε πως η χρήση της βόμβας είχε πολιτικά κίνητρα, και πιο συγκεκριμένα την επίδειξη δύναμης των ΗΠΑ και τον εκφοβισμό των Σοβιετικών.

Το σίγουρο είναι ότι η ατομική βόμβα διαμόρφωσε αποφασιστικά τον χαρακτήρα του μεταπολεμικού διεθνούς συστήματος καθώς η ψυχροπολεμική εποχή που ακολούθησε διατήρησε τον αρχικό χαρακτήρα μιας ιδεολογικής και κοινωνικοπολιτικής διαμάχης, χωρίς να κλιμακωθεί σε γενικευμένη ένοπλη ρήξη, εξαιτίας του γεγονότος ότι η περίφημη «ισορροπία του τρόμου» απέτρεψε οποιαδήποτε διένεξη των δύο υπερδυνάμεων ΗΠΑ & ΕΣΣΔ στο στρατιωτικό πεδίο.

Google+ Linkedin