Το “Ματωμένο Σάββατο” στο Γουίνιπεγκ του Καναδά
Σαν σήμερα , στις 21 Ιούνη 1919 λάμβανε χώρα η βίαιη επιχείρηση καταστολής της μεγαλειώδους γενικής απεργίας στο Γουίνιπεγκ του Καναδά, της μεγαλύτερης που είδε ποτέ η “ήσυχη” αυτή βορειοαμερικανική χώρα.
Τα γεγονότα έμειναν γνωστά ως “Ματωμένο Σάββατο” και αποτέλεσαν σταθμό στην ιστορία του καναδικού εργατικού κινήματος.
Το Μάρτη του 1919 συνδικαλιστές από το δυτικό τμήμα της χώρας συναντήθηκαν στο Κάλγκαρι για να δημιουργήσουν μια ενιαία συνδικαλιστική οργάνωση. Όταν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ εργοδοτών και εργατών στον κατασκευαστικό και μεταλλευτικό τομέα κατέρρευσαν, το εργατικό συμβούλιο του Γουίνιπεγκ κάλεσε σε γενική απεργία. Αιτήματα ήταν η θέσπιση συλλογικών διαπραγματεύσεων, η αύξηση των μισθών και η βελτίωση των εργασιακών συνθηκών. Μέσα σε λίγες μέρες 30.000 εργάτες κατέβηκαν σε απεργία, ενώ ένα κύμα αλληλεγγύης απλώθηκε στην πόλη, καθώς άντρες και γυναίκες, εργάτες, σιδηροδρομικοί, δημόσιοι υπάλληλοι, ακόμα και αστυνομικοί συμμετείχαν στην κινητοποίηση.
Η Κεντρική Απεργιακή Επιτροπή, αποτελούμενη από εκλεγμένους αντιπροσώπους των τοπικών συνδικάτων ηγούνταν της απεργίας και των διαπραγματεύσεων με την εργοδοσία. Ταυτόχρονα, το εργοδοτικό μπλοκ του Γούινιπεγκ δεν άφησε αναπάντητη την πρόκληση, συγκροτώντας την “Επιτροπή Πολιτών”, με 1000 μέλη, της οποίας επικεφαλής ήταν οι πιο ισχυροί τραπεζίτες, βιομήχανοι και πολιτικοί της περιοχής. Αρνούμενοι να λάβουν υπόψη τους τα απεργιακά αιτήματα, με τη βοήθεια του τοπικού τύπου, άρχισαν τις κραυγές περί επαναστατικής συνωμοσίας στα πρότυπα των μπολσεβίκων, αποδίδοντας την απεργία σε “υποκίνηση ξένων αποβρασμάτων”.
Οι συντονισμένες αυτές προσπάθειες της εργοδοσίας έφεραν αποτέλεσμα σύντομα, καθώς η ομοσπονδιακή κυβέρνηση αποφάσισε να παρέμβει. Λίγο μετά την έναρξη της απεργίας, οι υπουργοί εσωτερικών και εργασίας επισκέφτηκαν την “Επιτροπή Πολιτών”, όχι όμως και εκείνη των απεργών. Οι δημόσιοι υπάλληλοι διατάχτηκαν να επιστρέψουν στη δουλειά με κίνδυνο απόλυσης αν παράκουγαν. Έγινε μάλιστα τροποποίηση του μεταναστευτικού νόμου ώστε να επιτραπεί η απέλαση γεννημένων στη Βρετανία εργατών και διευρύνθηκε επίσης νομικά η έννοια της “εξέγερσης”. Έτσι στις 17 Ιούνη συνελήφθησαν 12 ηγέτες της απεργίας, προκαλώντας την οργισμένη αντίδραση των απεργών που προέβησαν σε διαδηλώσεις. Σε μια από αυτές, τέσσερις μέρες μετά, έφιπποι αστυνομικοί σκότωσαν δυο απέργους, έναν επι τόπου κι έναν που πέθανε λόγω γάγγραινας από το τραύμα του στο πόδι, ενώ τραυματίστηκαν άλλα 28 άτομα.
Ορισμένοι από τους συλληφθέντες απελευθερώθηκαν, επτά όμως καταδικάστην αργότερα ως συνωμότες κατά της κυβέρνησης και τους επιβλήθηκαν ποινές από έξι μήνες ως δυο χρόνια. Ο συνδυασμός κρατικής καταστολής και εργοδοτικής άρνησης ανάγκασε τους απεργούς να επιστρέψουν στη δουλειά στις 25 Ιούνη.
Το “Ματωμένο Σάββατο” προκάλεσε την οργή εργατών σε όλο τον Καναδά, που κατέβηκαν σε απεργίες αλληλεγγύης. Από την άλλη, το πλήγμα στη συνδικαλιστική οργάνωση των εργαζομένων ήταν βαρύ, το παράδειγμα των απεργών του Γουίνιπεγκ συνέχισε να εμπνέει τους εργαζόμενους στη χώρα, που πάλεψαν για τρεις δεκαετίες μέχρι να τους αναγνωριστεί τελικά πλήρως το συνδικαλιστικό δικαίωμα καθώς και να καθιερωθούν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις.