Σωτηρία Μπέλλου: Σαν σήμερα γεννήθηκε “Η Παναγία των περιθωριακών”

Σωτηρία Μπέλλου: Σαν σήμερα γεννήθηκε  “Η Παναγία των περιθωριακών”

Θεωρείται μέχρι και σήμερα η κορυφαία τραγουδίστρια του λαϊκού και ρεμπέτικου τραγουδιού. Η ζωή της γεμάτη προκλήσεις, αγώνα και τσαμπουκά. Η Σωτηρία Μπέλλου γεννήθηκε  σαν σήμερα,στις 22 Αυγούστου 1921 ,στο χωριό Χάλια της Χαλκίδας.

Η πορεία της ήταν μια σύνθεση μοναδικών αντιθέσεων. Συνταίριαζε την απογοήτευση με μια πειστική απάντηση για δικαίωση, το λαϊκό με το αστικό, το περιθωριακό ρεμπέτικο με το κοινωνικά αποδεκτό. Και όλα αυτά από μια τελειομανή τραγουδίστρια που ήθελε να είναι καθολικά αναγνωρισμένη, αλλά και να ζει –πάντα- στο περιθώριο…

Λιτή και δωρική στη σκηνή, εκρηκτική, απρόβλεπτη και ασυμβίβαστη στην καθημερινή της ζωή ακολούθησε μια πορεία ακραία προσωπική χωρίς υποχωρήσεις και εκπτώσεις. Αλίμονο όμως.

Αυτή την απόλυτη και αδιαπραγμάτευτη αίσθηση της ελευθερίας – στην οποία πίστευε με μία θρησκευτική σχεδόν προσήλωση- θα την πλήρωνε ακριβά με την ύστερη μοναξιά, την απομόνωση, την πρόσκαιρη -έστω- λησμονιά των τελευταίων χρόνων. Και ας ισχύει συνήθως ένας άγραφος νόμος: εκείνο που αξίζει δεν θα χαθεί…

Η Σωτηρία Μπέλλου ήταν η πρώτη γυναίκα που αξίωσε – και ως ένα βαθμό πέτυχε- μια ισότιμη σχέση στον χώρο του ρεμπέτικου τραγουδιού, που πάλεψε αποφασιστικά για να κερδίσει μια πρωταγωνιστική θέση μέσα σε έναν αφιλόξενο κόσμο ανατολίτικης ανδροκρατίας, που διεκδίκησε δυναμικά τη θέση της στο λαϊκό πάλκο ανοίγοντας τον δρόμο και για άλλες σύγχρονες της τραγουδίστριες.

Στα χρόνια της κατοχής  οργανώθηκε στις γραμμές του ΕΑΜ. Κινδύνευσε πολλές φορές. Οι Γερμανοί την έπιασαν, τη βασάνισαν, την έκλεισαν φυλακή. Στον εμφύλιο συνελήφθη και πάλι από τους «ισχυρούς» κρατούντες και ξανακλείσθηκε φυλακή. Κρατήθηκε μαζί με άλλους ομοϊδεάτες της σε ένα υπόγειο καμπαρέ της οδού Βουκουρεστίου, το «Κιτ-Κατ». Όταν αφέθηκε ελεύθερη, πήγε κι έπιασε δουλειά στου «Τζίμη του Χοντρού» με τον Τσιτσάνη. Είχε όμως μια άσχημη περιπέτεια.

Ένα βράδυ που τραγουδούσε, μπήκε στο μαγαζί μια παρέα από Χίτες. Της κρατούσαν γινάτι από τα Δεκεμβριανά το 1944, όπου η Μπέλλου είχε λάβει μέρος στις μάχες σαν αγωνίστρια του ΕΛΑΣ. Ένας από τους Χίτες ανέβηκε στο πάλκο και της ζήτησε να τραγουδήσει «Του αητού ο γιος». Εκείνη αρνήθηκε και τότε μαζεύτηκαν όλοι της παρέας και την τσάκισαν στο ξύλο. Κι όμως η Μπέλλου γι’ αυτό το περιστατικό είχε ένα παράπονο, μια πικρία που ανέφερε σ’ όλη της τη ζωή. Δεν περίμενε την ώρα που την χτυπούσαν έξι Χίτες μαζί να μη σηκωθούν από τις καρέκλες τους δύο άνδρες να αντισταθούν σ’ αυτή την πρόκληση. Οι τρομοκράτες που έκαναν άνω κάτω το μαγαζί φώναζαν στην Σωτηρία: «Πες του αητού το γιο, γιατί θα σε καθαρίσω Βουλγάρα». Ήταν Δεκέμβρης του 1948. Η τραγουδίστρια έφυγε από τον «Τζίμη τον Χοντρό» και πήγε σε ένα μαγαζί και εργάσθηκε μαζί με τον Μάρκο Βαμβακάρη. Ήταν το κέντρο «Παναγάκη» στην οδό Παρασίου. 

Στη πολυτάραχη ιστορίας της στο ελληνικό τραγούδι, η Μπέλλου έκανε πολύ μεγάλες επιτυχίες σε τραγούδια των πιο γνωστών λαϊκών συνθετών: «Συνεφιασμένη Κυριακή», «Καβουράκια», «Όταν πίνεις στην ταβέρνα», «Κάνε λιγάκι υπομονή» του Τσιτσάνη, «Γύρνα στη ζωή την πρώτη» ­ «Κάνε κουράγιο καρδιά μου» (Παπαϊωάννου), «Ο ναύτης» ­ «Το σβηστό φανάρι» (Μητσάκη), «Είπα να σβήσω τα παλιά» (Καλδάρα), «ανοιξε, άνοιξε» (Παπαϊωάννου). 

Από το ’41 ως το ’76 τραγούδησε αδιάκοπα όλους σχεδόν τους λαϊκούς συνθέτες.Η ερμηνευτική της προσωπικότητα συνδύαζε μοναδικά τον ακριβή τονισμό των λέξεων με την κοφτή εκφορά των καταλήξεων, το μεγάλο βάθος της φωνής με τον σίγουρο, ζωηρό και επιβλητικό τόνο, τη βυζαντινότροπη ψαλτική με μια αγέρωχη -θα έλεγε κανείς- μαγκιά. Δεν υπάρχει λαϊκό τραγούδι που να το ερμήνευσε η Μπέλλου και να απέδωσε εκφραστικότερα άλλος τραγουδιστής.

Και όμως, ενώ οι συνθήκες έμοιαζαν πλέον ιδανικές για την ίδια θα ακολουθούσε μια μακρά καταστροφική περίοδος όπου ηχογραφεί ελάχιστα τραγούδια, κατεβαίνει από το πάλκο και μπλέκει με το ασίγαστο πάθος της: τον τζόγο. Ο,τι έβγαζε είτε το χάριζε σε όσους είχαν ανάγκη, είτε το σπαταλούσε στο μπαρμπούτι.
 Θα ακολουθήσει μια δεύτερη καριέρα, που τάραξε και πάλι τα νερά, με πρωτοποριακές συνεργασίας που έκανε με έντεχνους και γενικά σύγχρονους συνθέτες: Μούτσης (Το φράγμα), Σαββόπουλος (Το βαρύ ζεϊμπέκικο), Ανδριόπουλος (Λαϊκά προάστια), Κουνάδης (Δεν περισσεύει υπομονή), Ανδριόπουλος, Λάγιος (Λαός) κ.ά. Παράλληλα, προχώρησε και σε επανεκτελέσεις παλιών λαϊκών και ρεμπέτικων τραγουδιών, από τα οποία την αγάπησε η νέα γενιά και τη στήριξε στις αδιάκοπες εμφανίσεις της στα λαϊκά κέντρα, στις μπουάτ της Πλάκας καθώς και σε μεγάλες συναυλιακές και άλλες πολιτιστικές εκδηλώσεις. 

Η Σωτηρία Μπέλλου υπήρξε ειλικρινής και γνήσια σαν καλλιτέχνις και σαν άνθρωπος. Βοήθησε όσο μπορούσε πολλούς νέους συναδέλφους της να σταθούν στο τραγούδι. Αγαπήθηκε από τον κόσμο του λαϊκού τραγουδιού και όχι μόνο. Προσωπικότητες του διεθνούς τζετ σετ, αλλά και Έλληνες πνευματικοί άνθρωποι θαύμασαν, λάτρεψαν και αποθέωσαν την Μπέλλου στα λαϊκά κέντρα όπου εμφανίσθηκε τα τελευταία χρόνια κυρίως.

Τα λεφτά και οι άλλοι
 
Η σχέση της με την αποταμίευση ήταν μάλλον ανύπαρκτη. Άλλοτε την αμοιβή της τη σκορπούσε στα ζάρια, άλλοτε βοηθούσε κανέναν φτωχό ή κέρναγε κανέναν μερακλή. «Δεν αγαπάω τα λεφτά, τα χρειάζομαι. Κι όταν έχω και τα χρειάζονται άλλοι περισσότερο από μένα, δεν με νοιάζει και να τα δώσω όλα. Εχω βοηθήσει πολύ κόσμο, αλλά λίγοι το αναγνωρίζουν», έλεγε. «Από τα πρώτα χρόνια της καριέρας μου είχα το καλύτερο μεροκάματο. Αλλά ήμουν και η πιο ευάλωτη. Αν μου έλεγε το αφεντικό ότι είχε δυσκολίες, δεν σκοτιζόμουν και πολύ, του τα χάριζα».
Όταν γνώρισε τον Νιόνιο

Το 1972 ο Διονύσης Σαββόπουλος γράφει ένα εξαιρετικό τραγούδι, το «Ζεϊμπέκικο», και δύο χρόνια μετά ζητάει από τον Πατσιφά να μεσολαβήσει για να το ερμηνεύσει η Σωτηρία. «Πράγματι», θυμάται ο συνθέτης, «ήρθε στο στούντιο της Κολούμπια η Σωτηρία, η οποία είχε μάθει το τραγούδι με τη Μαργαρώνη, την πιανίστα του Τσιτσάνη. Δεν είχα ανακατευτεί καθόλου στην εκμάθηση. Ήρθε λοιπόν στο στούντιο, μπήκε μέσα, το τραγούδησε και το τραγούδησε έξοχα. Έμεινα συγκινημένος. Έλεγα μέσα μου: «να, επιτέλους κατάφερα κι εγώ να γράψω ένα λαϊκό κομμάτι». Βγήκε από το στούντιο και μου λέει: «Να ’σαι καλά βρε Διονύση, που μ’ έκανες και τραγούδησα ροκ». Κόκαλο εγώ».

Από το 1973 και για περισσότερο από μία δεκαετία η Σωτηρία Μπέλλου δουλεύει στο «Χάραμα» μαζί με τον Τσιτσάνη. Αυτά είναι τα πιο ευτυχισμένα χρόνια της μεγάλης ερμηνεύτριας, της «Παναγίας των περιθωριακών» όπως την αποκάλεσε κάποτε η εφημερίδα «Monde». Το 1991 ηχογράφησε τα τελευταία της τραγούδια ενώ το 1993 αποσύρθηκε οριστικά.

Η τραγική περιπέτεια της υγείας της που ακολούθησε σίγουρα δεν της άξιζε. Πώς θα μπορούσε άλλωστε; Θα χάσει τη φωνή της, τα λεφτά της, τα πάντα και θα οδηγηθεί ετοιμοθάνατη και ολομόναχη στη ζητιανιά ώσπου στις 27 Αυγούστου 1997 φεύγει για πάντα από τη ζωή  με ένα παράπονο για το «χαμένο» παιδί της. Είχε μείνει έγκυος και όταν γέννησε της είπαν ότι το μωρό είχε πεθάνει. Όμως αργότερα ανακάλυψε την αλήθεια: οι δικοί της άνθρωποι είχαν αποφασίσει να το δώσουν για υιοθεσία. Ως το τέλος αναζητούσε συνεχώς το παιδί αυτό..

Google+ Linkedin