Σχέδιο Μάρσαλ-Το καρότο δίπλα στο μαστίγιο
Λίγους μήνες μετά την εξαγγελία του δόγματος Τρούμαν, σαν σήμερα στις 5 Ιούνη 1947, ο υπουργός εξωτερικών των ΗΠΑ, Τζωρτζ Μάρσαλ, έβγαζε λόγο στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, όπου διακήρυττε τις βασικές γραμμές του σχεδίου οικονομικής ανόρθωσης των ευρωπαϊκών χωρών που έμεινε στην ιστορία με το όνομά του, δηλαδή το Σχέδιο Μάρσαλ. Ο φόβος των ΗΠΑ ότι η φτώχεια, η ανεργία και οι καταστροφές του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, σε συνδυασμό με το τεράστιο κύρος της ΕΣΣΔ στους λαούς της γηραιάς ηπείρου θα μπορούσε να φέρει ενίσχυση ή και επικράτηση των ΚΚ σε μια σειρά από χώρες, οδήγησε στην εξαγγελία αυτού του οικονομικά κολοσιαίου προγράμματος, με εξίσου τεράστιες πολιτικές απολήξεις. Υπήρχε συναίσθηση ότι η στρατιωτική ισχύς των ΗΠΑ, παρότι τότε ήταν ακόμα απόλυτη λόγω του ότι μόνο εκείνη διέθετε ως το ’49 την ατομική βόμβα, δεν επαρκούσε για να “κρατήσει ήσυχους” τους χειμαζόμενους ευρωπαϊκούς λαούς.
Το πρόγραμμα βασίστηκε σε ένα ενοποιημένο σχέδιο για την οικονομική ανοικοδόμηση της δυτικής ευρώπης που παρουσιάστηκε από μια επιτροπή 16 χωρών. Λίγο μετά, το κογκρέσο ενέκρινε τη δημιουργία του Προγράμματος Ευρωπαϊκής Ανόρθωσης, που υπογράφηκε ως νομοσχέδιο στις 3 Απρίλη 1948. Αρχικά η βοήθεια προσφέρθηκε σε σχεδόν όλες τις ευρωπαίκές χώρες, ακόμα κι αυτές στις οποίες υπήρχε τότε ακόμα παρουσία του Κόκκινου Στρατού.
Οι χώρες με σοσιαλιστικές κυβερνήσεις αποσύρθηκαν γρήγορα από το σχέδιο, διαβλέποντας πως θα λειτουργούσε ως δούρειος ίππος για την ανακοπή των εμβρυωδών τότε προσπαθειών σοσιαλιστικής οικοδόμησης και την εδραίωση του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στο εσωτερικό τους. Τελικά μέρος του σχεδίο έγιναν η Αυστρία, το Βέγλιο, η Δανία, η Γαλλία, η Ελλάδα, η Ισλανδία, η Ιρλανδία, η Ιταλία, το Λουξεμβούργο, η Ολλανδία, η Νορβηγία, η Σουηδία, η Ελβετία, το Ηνωμένο Βασίλειο και Δυτική Γερμανία. Τα επόμενα τέσσερα χρόνια διατέθηκαν 13 δις δολάρια, υπό την εποπτεία της Διεύθυνσης Οικονομικής Συνεργασίας (ECA) υπό τον Πολ Χόφμαν, με έμφαση στις υποδομές, τη βιομηχανία και τον αγρατικό τομέα. Η μορφή της βοήθειας ήταν είτε με απευθείας χορηγίες είτε – σε μικρότερο βαθμό – με τη μορφή δανείων. Για το συντονισμό της ευρωπαϊκής συμμετοχής στο πρόγραμμα δημιουργήθηκε με επικεφαλής τη Βρετανία και τη Γαλλία η Επιτροπή Ευρωπαϊκής Συνεργασίας, πρόδρομος του σημερινού ΟΟΣΑ, που διαχρονικά αποτελεί αιχμή του δόρατος στις προτάσεις αντιδραστικών μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα και τις υπόλοιπες χώρες μέλη.
Το σχέδιο Μάρσαλ υπήρξε πράγματι σωτήριο για την αστική τάξη της μεταπολεμικής Ευρώπης, η οποία μαζί με τις αμερικανικές επιχειρήσεις και φυσικά την εξωτερική πολιτική της αμερικανικής κυβέρνησης ήταν η μεγάλη κερδισμένη του σχεδίου. Αυτό δε σημαίνει βέβαια πως το λεγόμενο “οικονομικό θαύμα” της Δυτικής Ευρώπης οφείλεται απλώς στο σχέδιο Μάρσαλ, καθώς στην πραγματικότητα οι χώρες που έλαβαν τη μεγαλύτερη οικονομική βοήθεια (Βρετανία, Σουηδία, Ελλάδα), είχαν μεταξύ των ετών 1947-1955 συγκριτικά μικρότερη ανάπτυξη από εκείνες που έλαβαν λιγότερα χρήματα (Γερμανία, Αυστρία, Ιταλία). Το επιχείρημα ότι οι τελευταίες χώρες αναπτύχθηκαν πιο ραγδαία λόγω μεγαλύτερης καταστροφής στον κόσμο δεν αντέχει σε πολύ σοβαρή κριτική, καθώς η Ελλάδα ειδικά υπέστη διπλή καταστροφή τόσο επί κατοχής όσο και στον εμφύλιο που ακολούθησε. Σαφέστατα όμως το σχέδιο Μάρσαλ πέρα από τον άμεσο υλικό του αντίκτυπο, λειτούργησε αποτελεσματικά σε σημαντικά τμήματα του πληθυσμού από προπαγανδιστικής πλευράς, διότι πέραν των μεσοστρωμάτων που αναδείχτηκαν από τα “απομεινάρια” της βοήθειας που διοχετεύτηκε στις μεγάλες επιχειρήσεις, πολύ περισσότερος ήταν ο κόσμος που απλώς ήλπιζε σε κάτι παραπάνω από ψίχουλα μέσω του σχεδίου, ανεξάρτητα του αν αυτό εκπληρώθηκε ποτέ. Χαρακτηριστική για την ελληνική περίπτωση είναι η ομολογία του υπουργού Βιομηχανίας το 1952 Κώστα Καρτάλη, πως μόλις 10 βιομηχανίες είχαν απορροφήσει το 60% της βοήθειας του σχεδίου Μάρσαλ, ενώ 50 ακόμη εμπορικές και βιομηχανικές επιχειρήσεις μοιράστηκαν 200 περίπου εκατομμύρια. Οι ίδιοι Αμερικανοί ήξεραν εξάλλου πολύ καλά ήδη από την εποχή που χορηγούσαν την οικονομική βοήθεια του δόγματος Τρούμαν στην Ελλάδα, ποιοι ακριβώς ήταν αυτοί που χρηματοδοτούσαν, όπως αποκαλύπτει η διαβόητη έκθεση Πόρτερ, από τον αρχηγό της αποστολής που επισκέφτηκε τη χώρα στις αρχές του ’47.
“Απ’ ό, τι μπόρεσα να διαπιστώσω, η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει καμιάν άλλη πολιτική πρακτική από το να εκλιπαρεί για ξένη βοήθεια ώστε να διατηρηθεί στην εξουσία απαριθμώντας θορυβωδώς τις θυσίες της Ελλάδος… […….] στόχος της είναι να χρησιμοποιήσει την ξένη βοήθεια ως μέσο για τη διαιώνιση των προνομιών μίας μικρής κλίκας εμπόρων και τραπεζιτών, οι οποίοι αποτελούν την αόρατη εξουσία στην Ελλάδα.
Η κλίκα αυτή είναι αποφασισμένη να υπερασπίσει με κάθε μέσο τα οικονομικά της συμφέροντα και δεν ενδιαφέρεται καθόλου για το τι μπορεί να στοιχίσει αυτό στην οικονομία της χώρας. Τα μέλη αυτής της κλίκας επιθυμούν να διατηρήσουν άθικτο ένα φορολογικό σύστημα που τους ευνοεί, με αληθινά σκανδαλώδη τρόπο. Αντιτίθενται στον έλεγχο συναλλάγματος, γιατί αυτό θα τους εμποδίσει να εξάγουν τα κέρδη τους στις τράπεζες του Καΐρου και της Αργεντινής. Δεν διανοήθηκαν ποτέ να επενδύσουν τα κέρδη τους στη δική τους χώρα για να βοηθήσουν στην αναστήλωση της εθνικής οικονομίας.
Τα συμφέροντα των εφοπλιστών προστατεύονται επίσης με σκανδαλώδη τρόπο. Η ελληνική εμπορική ναυτιλία ανθεί στην εποχή μας και οι εφοπλιστές κερδίζουν τεράστια ποσά, αλλά το χρεοκοπημένο ελληνικό κράτος δεν αποκομίζει κανένα όφελος απ’ αυτό. Οι μισθοί των ναυτικών γυρίζουν στην Ελλάδα, αλλά οι εφοπλιστές ασφαλίζουν το μεγαλύτερο μέρος των κερδών τους στις ξένες χώρες.
Κάθε επιχείρηση θα έπρεπε να πληρώνει μια σημαντική εισφορά στο κράτος, κάτω από την προστασία του οποίου λειτουργεί. Αυτό ισχύει κατά κύριο λόγο για την περίπτωση των εφοπλιστών, που τα μεγαλύτερα κέρδη τους προέρχονται από τα «Λίμπερτι», τα οποία τους παραχώρησε η αμερικανική Ναυτική Αποστολή με την εγγύηση του ελληνικού κράτους.
Η ομάδα πίεσης της καλής κοινωνίας – οι κομψοί κοσμοπολίτες που έχουν την έδρα τους στις Κάννες, στο Σαιν Μόριτς και στην αθηναϊκή πλατεία Κολωνακίου – θα ενεργοποιηθεί. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς είναι άνθρωποι πολύ γοητευτικοί, που μιλάνε πολύ καλά τ’ αγγλικά. Είναι πάντοτε πρόθυμοι, όταν πρόκειται να εξυπηρετήσουν την αμερικανική αποστολή για τα δικά τους συμφέροντα. Θυμάμαι ακόμα ένα από τα πιο επίσημα γεύματα ενός από τους σημαντικότερους τραπεζίτες, που με είχε καλέσει στη βίλα του των Αθηνών. Είχε τρεις σερβιτόρους με λιβρέα, μια ποικιλία απ’ τα πιο φίνα κρασιά και φαγητά διάφορα, περίφημα γαρνιρισμένα. Κατά τη διάρκεια του γεύματος, ένας από τους αντιπροσώπους της κλίκας που ανέφερα άρχισε να εξυμνεί τις ομορφιές της ζωής κοντά στη θάλασσα, καθώς και τις χαρές των αριστοκρατικών σπορ.
Η αντίθεση ανάμεσα στο γεύμα αυτό και στα παιδιά που πεθαίνουν από την πείνα στους δρόμους της Αθήνας είναι πραγματικά τρομερή…”
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η συνέντευξη που είχε δώσει πριν 13 χρόνια στην “Καθημερινή” το νεαρό τότε μέλος της αμερικανικής οικονομικής αποστολής που εφήρμοσε το σχέδιο στη χώρα μας, Τζέιμς Γουόρεν, όπου θα βρει κανείς από θρήνους για την “ιδεολογική ηγεμονία” της αριστερής ακαδημαϊκής ιστοριογραφίας που αποκρύπτει την τεράστια προσφορά του αμερικανικού σχεδίου, μέχρι το γνώριμο επιχείρημα “θα είχατε γίνει Αλβανία και Βουλγαρία”, ενώ ξεχωριστή μνεία αξίζουν οι αναφορές του στις σχέσεις των υπευθύνουν του προγράμματος με τις ελληνικές κρατικές αρχές:
“Οταν ήρθε η αμερικανική αποστολή, που γνώριζε ότι για να σωθεί η χώρα χρειάζονταν σκληρά μέτρα. Κατέληξαν με την κυβέρνηση Τσαλδάρη σε μια πολύ αυστηρή συμφωνία, πολλές πτυχές της οποίας αποτελούσαν σαφή παρέμβαση στα εσωτερικά της Ελλάδας. Μπορεί κάλλιστα να πει κανείς ότι επρόκειτο όχι για απλή παρέμβαση, αλλά για επέμβαση στην εθνική κυριαρχία της χώρας. Προσωπικά πιστεύω ότι επρόκειτο για μια πολύ έξυπνη και επιτυχή κίνηση από την πλευρά των Ελλήνων ιθυνόντων. Ηταν μια μικρή ομάδα Ελλήνων πατριωτών -και δεν χρησιμοποιώ τη λέξη τυχαία- που τόλμησαν να κάνουν βήματα που θα απέτρεπαν την καταστροφή της χώρας τους, η οποία κινδύνευε να εξελιχθεί σε Αλβανία ή Βουλγαρία. Η επιτυχία ήταν ότι έφεραν τους Αμερικανούς, όχι απλά ως συμβούλους, αλλά ως ελεγκτές και υπεύθυνους των αποφάσεων. Για τα επόμενα χρόνια η Ελλάδα έπρεπε να καταπιεί την περηφάνια της και να αποδεχθεί ευρείες παρεμβάσεις. Αυτό ήταν το πνεύμα της συμφωνίας μεταξύ των δύο χωρών”.
Οι παρεμβάσεις αυτές βέβαια που επέτρεψε “η μικρή ομάδα πατριωτών”, δεν ήταν αποτέλεσμα απλώς κάποιας εθελοδουλείας, αλλά συνειδητή εξυπηρέτηση των συμφερόντων της ελληνικής αστικής τάξης, που αφού είχε αντλήσει σε μεγάλο βαθμό κέρδη στη διάρκεια της κατοχής, εδραίωνε τώρα ακόμα περισσότερο τη θέση της χάρη στην αμερικανική βοήθεια, στο όνομα της αποτροπής του “κομμουνιστικού κινδύνου”.