Στις 5 Σεπτέμβρη του 1944 η Ηρώ Κωνσταντοπούλου, εκτελείται από τους χιτλεροφασίστες κατακτητές
«Τι όμορφη μέρα , / όμορφη , πιο όμορφη , προστατεύοντας πάλι , / με καθυστέρηση , κάποιο δικό μας δικαίωμα στο θαυμασμό , / κάποιο δικό μας δικαίωμα στην αιώνια νεότητα του κόσμου»
(Γιάννης Ρίτσος)
Θυσία στο βωμό της ελευθερίας έπεφτε η Ηρώ Κωνσταντοπούλου, εκείνη τη μέρα της εκτέλεσης στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, στις 5 Σεπτεμβρίου 1944 από τους χιτλερικούς φασίστες κατακτητές και τους συνεργάτες τους. Κι ήταν στο άνθος της ηλικίας της, 17 χρόνων:
«Ενα μικρό κορίτσι,/ ανύποπτα, νυχτώθηκε έξαφνα μέσα στη λύπη./ Τι ήταν λοιπόν η ζωή; Κι αυτός ο πόνος; Κι η κραυγή τούτη;».
Γεννημένη στην Αθήνα στις 16 Ιουλίου 1927, από Σπαρτιάτες γονείς, έζησε με την ελευθερία «ταχυτήτων». Όσα δεν προσφέρουν άλλοι σε μια ζωή, τα προσέφερε αυτή, αφειδώς, κάνοντας το χρέος προς την πατρίδα με συνέπεια, ήθος.
Στα δεκαπέντε της χρόνια η Ηρώ οργανώνεται στις τάξεις της ΕΠΟΝ. Πάλεψε με θέρμη για τη λευτεριά, εναντίον της χιτλεροφασιστικής σκλαβιάς. Με την πολύπλευρη δράση στα γράμματα (μιλούσε γαλλικά, αγγλικά, ιταλικά, γερμανικά) έπαιρνε μέρος σ’ όλες τις εκδηλώσεις, πάντοτε στην πρώτη γραμμή των λαϊκών αγώνων, της πάλης. Αναδείχτηκε συντόμως ένα από τα κορυφαία μέλη της ΕΠΟΝ. Κι ήταν μοναχοκόρη. Πρώτη στα γράμματα, πρώτη στους αγώνες!
Οργάνωνε το σχολείο της μέσα απ’ τις τάξεις της ΕΠΟΝ. Πιάστηκε γι’ αυτό αρκετές φορές, για τη νεανική δραστηριότητά της, από τους ντόπιους, ξένους κατακτητές.
Στις 16 Ιουλίου του 1944 (γενέθλιά της) για πρώτη φορά. Ντόπια καθάρματα σε συνεργασία με τους χιτλερικούς (έδρα στην οδό Παπαρρηγοπούλου) έκαναν έφοδο το πρωί στο φτωχικό της σπίτι (οδός Βεΐκου 57). Πυροβολώντας, ουρλιάζοντας, οπλισμένοι σαν αστακοί, χτυπούσαν αδιακρίτως το τετράγωνο. Σπάζοντας την πόρτα, έπιασαν την Ηρώ. Την χτύπησαν αγρίως. Εκαναν άνω – κάτω το σπίτι, ψάχνοντας για «παράνομες» προκηρύξεις. Απείλησαν τη μητέρα της. Εκεί στο κολαστήριο του χιτλερικού διαβόητου Αγήνορα την βασάνισαν αλύπητα. Μετά από λίγες μέρες την άφησαν.
Ξανάρχισε τη δράση της, με περισσότερη προσοχή.
Στις 31 Ιουλίου τα γερμανικά Ες Ες τη συλλαμβάνουν. (Είχε τελειώσει το Γυμνάσιο). Την οδηγούν στο άντρο της οδού Μέρλιν. Τη βασανίζουν για να μαρτυρήσει με ποιους συνεργάζεται. Μα, αυτή δε λυγίζει. Τους φτύνει κατάμουτρα. Τη στέλνουν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Χαϊδαρίου. Στο θάλαμο κρατουμένων – μελλοθανάτων ,όπου συνάντησε τη«Μπουμπουλίνα της Κατοχής» Λέλα Καραγιάννη , που μέσα στον παγωμένο θάλαμο έγινε δεύτερη μάνα της. Κοιμόταν κάθε βράδυ στην αγκαλιά της.
Το βράδυ της 4ης Σεπτεμβρίου η Λέλα Καραγιάννη βλέποντας κάποιες σημαδιακές κινήσεις μέσα στο στρατόπεδο, κατάλαβε τι θα επακολουθούσε. Ρώτησε ένα Ουγγρογερμανό φύλακα, τον Βαλεντίνο και εκείνος με σπασμένα ελληνικά της είπε: «Ηρώ αύριο πρωί πρωί…» και με το χέρι του έκανε την κίνηση του δείκτη που τραβάει τη σκανδάλη.
Η Λέλα Καραγιάννη πλησίασε την Ηρώ, την αγκάλιασε και της είπε παρουσία των υπολοίπων κρατουμένων γυναικών: «Θα έπρεπε να πω καλημέρα αλλά η μέρα που θα ξημερώσει θα είναι απαίσια. Σε λίγο θα πάρουν πενήντα από δω μέσα. Από τον θάλαμο θα πάρουν μόνο μία. Αυτή που τους ενόχλησε και τους πόνεσε περισσότερο απ’όλες. Την πιο μικρή στα χρόνια, την πιο μεγάλη στο θάρρος. Ηρώ, έχω κι εγώ μια κόρη σαν κι εσένα, το ίδιο νέα, το ίδιο όμορφη. Δεν θα την ξαναδώ όπως κι εσύ δεν θα ξαναδείς τη δική σου μητέρα. Τώρα λοιπόν λίγες στιγμές πριν από το τέλος, θα ήθελα να σου πω το μεγάλο μπράβο και το μεγάλο αντίο σαν να ήσουν παιδί μου και σαν να είμαι η μητέρα σου. Στάσου πιο όρθια απ’όσο στεκόσουν μέχρι τώρα. Από αυτό το πρωί αρχίζει η αληθινή σου ζωή».
Το χάραμα της 5ης Σεπτεμβρίου 1944 η Ηρώ μ’ άλλους 49 αντιστασιακούς πατριώτες ,ανάμεσά τους και ένα 12χρονο παιδάκι ο Σουλδίνος , οδηγείται στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής. Τους εκτελούν ανά πεντάδες. Οι ριπές απ’ τις κάννες τους συναντιούνται με το υπερήφανο βλέμμα της. Λίγο πριν οι εκτελεστές ανοίξουν πυρ έσκισε το φόρεμά της και φώναξε:
«Χτυπάτε! Κτήνη»
Όταν ρώτησαν έναν Γερμανό στρατηγό «γιατί τη σκοτώσατε; Ήταν μόλις 17 χρονών…», εκείνος απάντησε: «Γιατί τέτοιοι άνθρωποι είναι επικίνδυνοι για εμάς».
Δεκαεφτά σφαίρες σ’ ένα κορίτσι 17 χρόνων, για «παραδειγματισμό». Έπεσε, για τη συντριβή του χιτλεροφασισμού, ηρωική, υπερήφανη για τους αγώνες της. Την ελευθερία:
«Ενα μπουκέτο πυρκαγιάς, ένα μπουκέτο χείλι,/ ένα μπουκέτο ροδακινιές, σε τροπικό ένα δείλι!/ Και στο κελί τον φτάνουνε σπαρακτικές κραυγές./ Κι οι παπαρούνες έγιναν ένα μπουκέτο από πληγές/ και στάζουν αίμα» (Φώτης Αγγουλές).
Η Ηρώ εκτελέστηκε 37 μέρες πριν την απελευθέρωση της Ελλάδας. Έγινε «Λευτεριάς Λίπασμα…».
Μεταθανάτιο βραβείο από την Ακαδημία Αθηνών
Στις 29 Δεκεμβρίου του 1977 η Ακαδημία Αθηνών, με εισήγηση του καθηγητή της Φιλοσοφίας, Ιωάννη Θεοδωρακόπουλου, τίμησε την ηρωίδα με μεταθανάτιο βραβείο απονέμοντας της, το βραβείο Αρετής
Το 1981 ο σκηνοθέτης Νίκος Φώσκολος, μεταφέρει την αγωνιστική δράση της Ηρώς Κωνσταντοπούλου στην κινηματογραφική οθόνη με τίτλο «Δεκαεπτά σφαίρες για έναν άγγελο.»