Στις 27 Μάρτη του 1964 έφυγε ο προλετάριος ποιητής και αγωνιστής Φώτης Αγγουλές

Στις 27 Μάρτη του 1964 έφυγε ο προλετάριος ποιητής και αγωνιστής Φώτης Αγγουλές

«Αφού είναι αγώνας η ζωή ποια λύτρωση ζητάς / στάσου ορθός στους τύραννους και μην τους προσκυνάς / κι έλα με μας κι έλα με μας»,Φώτης Αγγουλές

Ο Φώτης Αγγουλές  βρέθηκε νεκρός τα ξημερώματα της 27 του Μάρτη 1964 στο κατάστρωμα του επιβατηγού πλοίου «Κολοκοτρώνης». Ήταν ο προλετάριος ποιητής, με τα ροζιασμένα χέρια και την τρυφερή καρδιά, που αγαπά με σιγουριά τη ζωή και τον κόσμο. Αντιμετωπίζει με ευθύνη και αδιαλλαξία τη ζωή.

«Την υπογραφήν της ως άνω δηλώσεως ηρνήθη επιμόνως…» – Αυτός ήταν ο κομμουνιστής ποιητής Φώτης Αγγουλές

Γεννήθηκε το 1911 στην Κρήνη (Τσεσμέ) της Μικράς Ασίας, απέναντι απ’ τη Χίο. Σε έναν από τους διωγμούς, ο πατέρας του φόρτωσε μια νύχτα την οικογένειά του σε καΐκι και πέρασε απέναντι στη Χίο. Εκεί, πήγε στο σχολείο του Κάστρου και φοίτησε μέχρι Β’ Δημοτικού. Αν και του άρεσαν τα γράμματα και το διάβασμα, δεν ήθελε να συνεχίσει. Σε αυτό συνέβαλαν η φτώχεια, η ανέχεια, οι στερήσεις και οι ταλαιπωρίες που υφίσταντο όλοι οι πρόσφυγες, και έτσι επέλεξε να ξυπνά πολύ πριν από τον πατέρα του και να τον ακολουθεί στην τράτα και στα ψάρια.

Από τον πατέρα του κληρονόμησε την ποιητική φλέβα. Ηταν στιχοπλόκος και ριμαδόρος, άλλωστε η ρίμα ανθούσε στην Ιωνία και τη Χίο. Από εκεί εκφράζονταν οι πόνοι, οι χαρές και τα πάθη του λαού, μα ακόμη και οι πόθοι και τα γνωμικά του. Ο Φώτης με τη σειρά του έγινε περίφημος ριμαδόρος και αυτό φαίνεται από τη συλλογή του «Ο Λαός της πατρίδας μου» (1932).

Το 1928 ξεκίνησε μαθητευόμενος τυπογράφος στη χιώτικη εφημερίδα «Ελευθερία», όπου τον πήγε ο πατέρας του για να μάθει την τέχνη. Το 1932 τυπώνει το βιβλίο «Ο λαός της πατρίδος μου και της Κάτω Παναγιάς» με αναφορά στα ήθη και τα έθιμα του Τσεσμέ. Την ίδια περίοδο εκδίδει δικιά του εφημερίδα «Μιχαλού» (εκδίδονται 10 φύλλα σε περίπου τρεις μήνες).

Στις 26 Μάη 1934, γράφει στην εφημερίδα «Πρόοδος» το χρονογράφημα «Ο πόλεμος», όπου ουσιαστικά βάζει επί τάπητος την ανάγκη του λαού να αντιπαλέψει τις συνέπειες των κακών που έρχονται, χωρίς να έχει ακόμα αποκτήσει σαφή ταξικό προσανατολισμό.

Το 1936 εκδίδει την εφημερίδα «Αλήθεια – Χιακή ανεξάρτητος Εφημερίς». Συνεργάστηκαν πολλοί λογοτέχνες, ενώ στο τεύχος 3 (17/5/1936) δημοσιεύτηκε και το ποίημα του Γ. Ρίτσου «Μοιρολόι».

Γράφοντας ένα σατιρικό ποίημα εναντίον του Μουσολίνι το 1936 καταδικάστηκε σε φυλάκιση από μήνυση του Ιταλού πρόξενου στη Χίο, για εξύβριση αρχικά αρχηγού κράτους. Το 1938 βγάζει δυο ποιητικές συλλογές, «Μενεξέδες» και «Κραυγές στον ήλιο».

Ο ποιητής των «συρμάτων»

Στις 4 Μάη του 1941, οι Γερμανοί καταλαμβάνουν τη Χίο. Ο Αγγουλές με άλλους αντιφασίστες φεύγει για τη Μέση Ανατολή. Αποσπάται στο τυπογραφείο του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, όπου εκδιδόταν ένα ψυχαγωγικό στρατιωτικό περιοδικό, το «ΕΛΛΑΣ». Αρχές του 1942 μετατέθηκε στο κυβερνητικό γραφείο Τύπου στο Κάιρο, όπου γνώρισε τον Γ. Σεφέρη, που ήταν προϊστάμενός του.

Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Μέση Ανατολή, γράφει τις ποιητικές συλλογές με πολιτικό προσανατολισμό, «Οπτασίες στην έρημο», «Φλόγες του δάσους», «Εντελβάις». Ποιήματα που πέρα από το περιεχόμενό τους, βρίσκουμε χαρακτηριστικά ενός σπουδαίου ποιητή. Στα ποιήματά του συναντάμε συμπύκνωση θεματική, μέθοδο διαλεκτική. Ο λόγος του πυκνός και ουσιαστικός. Σαν να θέλει να χτυπήσει με τους στίχους του το άδικο. Χαρακτηριστικό δείγμα είναι το ποίημα «Στάλινγκραντ», ένα επίγραμμα – ύμνος στη σοσιαλιστική οικοδόμηση, την πάλη και την προσφορά του σοβιετικού λαού στη Νίκη.

«Πριν από τη δόξα ήρθεν ο ήλιος στις στέπες/ και λιώσαν τα χιόνια και ζεσταθήκαν οι καρδιές των ανθρώπων./ Υστερα πήρε ο χάρος τον Τσάρο/ κι ύστερα οι λαοί αποκτήσανε Στάλινγκραντ»

Ο Φώτης Αγγουλές συμμετέχει στο κίνημα τον Απρίλη του 1944, όπου με την καθοδήγηση της Αντιφασιστικής Στρατιωτικής Οργάνωσης εξεγείρονται οι στρατευμένοι της Μέσης Ανατολής. Η κυβέρνηση του Καΐρου ανέθεσε την καταστολή της εξέγερσης στους Αγγλους. Ο Αγγουλές συλλαμβάνεται, μαζί με άλλους κομμουνιστές. Τους μεταφέρουν στο Πορτ Σάιντ με το πλοίο – κάτεργο «Εριντάν».

Τέλη Νοεμβρίου του 1945 απελευθερώνεται. Επιστρέφει, χωρίς τη γυναίκα του (δεν το επέτρεψαν οι Αγγλοι) στη Χίο, όπου συνεχίζει να αγωνίζεται και να διώκεται.

Στις 10 Ιανουρίου 1946 ο ταγματάρχης – διοικητής της Χωροφυλακής Χίου, Ντουβλάς Ελευθέριος, ενημερώνει εγγράφως το Γραφείο ΧΙ/Γ του Γενικού Επιτελείου Στρατού, ότι «ο Φώτης Αγγουλές (…) εδηλητηριάσθη ψυχικώς, διεστράφη πνευματικώς και επίστεψε εις τα ιδέας του κομμουνισμού. Κλεισθείς δε υπό των Συμμαχικών Δυνάμεων εις Ντεκαμερέ, ετελειοποίησε τας αντεθνικάς ιδέας του». Παρακάτω ο διοικητής ενημερώνει το ΓΕΣ ότι «εις τον εν λόγω ασπασθέντα τας κομμουνιστικάς ιδέας, επεδείχθη η συνήθης δήλωσις, συνταχθείσα συμφώνως προς τας σχετικάς διαταγάς». Και το έγγραφο καταλήγει: «Την υπογραφήν τής δηλώσεως ηρνήθη επιμόνως. Εκτοτε παρακολουθείται η δράσις του».

Ο Αγγουλές συνέχισε τον αγώνα τριγυρίζοντας συνεχώς σ’ όλη τη Χίο. Με τα πόδια. Πάντα πίσω του ένας χωροφύλακας. Κάποια μέρα κατάκοπος τον ρώτησε: «Γιατί ρε Αγγουλέ το κάνεις αυτό;» – «Χρειάζεσαι καθαρό αέρα!», απάντησε καλόκαρδα ο Αγγουλές. Το 1946 δολοφονήθηκαν οι αγωνιστές Γιάννης Πίττας και Μανώλης Μαυράκης, επειδή τραγουδούσαν αντάρτικα. Η τρομοκρατία κράτους και παρακράτους φουντώνει στο νησί. Δυναμώνει, όμως, και ο αγώνας του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Ο Αγγουλές, κρυμμένος σε μια στέρνα στο Βατάδο, με τον κομμουνιστή σύντροφό του Μιχάλη Βιτάκη, τύπωναν έντυπα του ΔΣΕ. Εκεί μια μέρα του Μάρτη του 1948 τους συνέλαβαν. Δικάστηκαν από στρατοδικείο και καταδικάστηκαν σε θάνατο. Ο Μαυράκης εκτελέστηκε τον Αύγουστο του 1948. Ο Αγγουλές γλίτωσε την εκτέλεση χάρη στον ξεσηκωμό όλου του νησιού και σε διεθνείς διαμαρτυρίες. Δεσμώτης επί οκτώ χρόνια στα κολαστήρια Βούρλων, Μακρονήσου, Κεφαλονιάς, Αλικαρνασσού, Ιτζεδίν, του νοσοκομείου «Αγιος Παύλος» (ετοιμοθάνατος υποβλήθηκε σε εγχείρηση στομάχου το 1954) και Κέρκυρας, από όπου βαριά άρρωστος αποφυλακίστηκε το 1956. Επιστρέφει στη Χίο και «ζει» παρακολουθούμενος…

Συνέρχεται λίγο και γίνεται – επιτέλους – μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Κανείς δεν επιτρέπεται να του δώσει δουλειά. Ανέχεια και μοναξιά τον βασανίζουν. Πνίγει τους πόνους του στο πιοτό. Το 1958, χάρη στις πιέσεις παλιών φίλων του, προσλαμβάνεται στο τυπογραφείο της εφημερίδας «Χιακός Λαός», όπου την ίδια χρονιά τυπώνει μια ανθολογία παλιών και νέων ποιημάτων του, με τίτλο «Πορεία μέσα στη νύχτα» και το 1962 τη συλλογή «Φουτσιγιάμα».

Το 1963 καταρρέει – σωματικά και ψυχολογικά – από μολυβδίαση. Δεν τρώει, δεν πίνει, δεν μιλά. Αρχές του 1964, με παρέμβαση του Σωματείου Τυπογράφων, του δίνεται μια ψωροσύνταξη. Στις 27 Μαρτίου παίρνει το καράβι «Κολοκοτρώνης», για Πειραιά. Ταξιδεύοντας στην τρίτη θέση ξεψυχά από πνευμονικό οίδημα. Στην τσέπη του βρέθηκαν μόνο 20 δραχμές. Αμέσως μετά το θάνατό του, ο Γιάννης Ρίτσος τον τιμά με ένα ποίημά του

Για τον ποιητή Φώτη Αγγουλέ

Ήταν ένα βασανισμένο, απλό παιδί του λαού,
ψάρευε, πάλευε, πεινούσε, τραγουδούσε,
χρυσόψαρα δεν έκλεινε στη γιάλα·
του δειλινού τα ρόδα δεν τα πολυκοίταζε.

Έφυγε ο Φώτης. Mην τον κλάψετε.
Σε μιαν ακρογιαλιά της Xιός ψαρεύει ακόμα.
Στη νοτισμένην αμμουδιά βλέπουν τον ίσκιο του οι ψαράδες.
«Γειά σου» του λένε και χαμογελάνε.

Έχ, με της φυλακής τα σίδερα έσιαχνε
βαρίδια και βαρίδια για βαθιά ψαρέματα·
στίχο το στίχο τους καημούς, φελλούς τους λάφρυνε
μη και βουλιάξει το τραγούδι μέσα στ’ άδικο.

Kουπί, πανί, καμάκι, αγκίστρια κι άγκυρα,
στην κουπαστή του φεγγαριού πανέρι με τα παραγάδια,
άσπρος, πετούμενος σταυρός γλαρόπουλου στο σούρπωμα
επάνω απ’ τα κατάρτια, ήταν ο Φώτης.

Έφυγε. Mην τον κλάψτε. Tραγουδήστε τον.
Σε μια γωνιά, στην έγνοια του φτωχού, βραχόσπαρτη,
ο Φώτης με την ψάθα του, καταμεσήμερα
ψαρεύει ακόμα τ’ άπιαστο και τ’ άφραστο.

Ψαρεύει ακόμα ο Φώτης με την πετονιά του στίχου του
ένα χαμόγελο που εκείνος δεν το γνώρισε,
ένα χαμόγελο να το χαρίσει το καλό τ’ απόβραδο
στους φίλους του τρατάρηδες και στα φτωχόπουλα.

Έφυγε ο Φώτης. Mην τον κλάψτε. Tραγουδήστε τον.

AΘHNA, 29.III.64

Google+ Linkedin