Στις 21 Οκτωβρίου 1825 πρωτοδημοσιεύτηκε ο «Ύμνος εις την Ελευθερία»
Σαν σήμερα , 21 Οκτωβρίου 1825 , δημοσιεύεται για πρώτη φορά στη «Γενική Εφημερίδα της Ελλάδος» το ποίημα του Διονυσίου Σολομού «Ύμνος εις την Ελευθερία»
Ο Ύμνος εις την Ελευθερία γράφτηκε από τον 25χρονο Σολωμό στη Ζάκυνθο, πρώτα στα ιταλικά και εν συνεχεία στα ελληνικά, τον Μάιο του 1823, σε μία περίοδο ιδιαίτερης έξαρσης της Ελληνικής Επανάστασης. «…Δε θέλω να περάσει κανενός από το μυαλό πως την ώρα που νικούν οι δικοί μας στο Μαραθώνα, εγώ κάθομαι και τραγουδώ για ένα βοσκόπουλο…» (Ο θάνατος του βοσκού), έγραφε στον φίλο του Γεώργιο Δε Ρώσση την ίδια εποχή.
Παιδί του κόμη Νικολάου Σολωμού (ή Σαλαμόν) και μιας λαϊκής γυναίκας, της Αγγελικής Νίκλη, μανιάτικης καταγωγής, ο Διονύσιος Σολωμός γεννήθηκε τον Απρίλη του 1798 στη Ζάκυνθο, περιοχή που δεν είχε γνωρίσει καθόλου την τουρκική κυριαρχία, και όπου έφταναν οι απόηχοι της μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης.
Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στο πατρικό νησί, στη Ζάκυνθο, κοντά σ’ έναν εξαίρετο Ιταλό δάσκαλο, τον ιερωμένο Ντον Σάντο Ρόσι. Υστερα, για δέκα ολόκληρα χρόνια, από το 1808 ως τα 1818, παιδί ακόμα, στάλθηκε να σπουδάσει στην Ιταλία, ιταλική και λατινική φιλολογία, στο Λύκειο της Κρεμόνας και νομικά στο Πανεπιστήμιο της Παβίας.
Λάτρεψε τη γλώσσα του λαού
Εκεί γνωρίστηκε με πολλούς σημαντικούς άντρες των Γραμμάτων, ενστερνίστηκε το απελευθερωτικό και αντιφεουδαρχικό πνεύμα της εποχής κι άρχισε να στιχουργεί, στα ιταλικά. Οταν γύρισε στη Ζάκυνθο, παραμονές της Επανάστασης, μυήθηκε, κατά κάποιες μαρτυρίες, στη Φιλική Εταιρία. Θερμός πατριώτης, κατάλαβε νωρίς ότι προορισμός του ήτανε να γίνει θεμελιωτής της νέας ελληνικής λογοτεχνίας και διαμορφωτής του γλωσσικού της οργάνου.
Πίστεψε βαθιά πως μόνο η γλώσσα που μιλιέται από το λαό μπορούσε να γίνει βάση της πνευματικής αναγέννησης της χώρας. Ετσι, άρχισε να μελετά τα δημοτικά τραγούδια, τον «Ερωτόκριτο», κείμενα του Χριστόπουλου και του Βηλαρά, οι οποίοι επέδρασαν στα πρώτα του ελληνικά στιχουργήματα.
Εχοντας γυρίσει στην πατρίδα, αφήνει τους εύκολους ιταλικούς στίχους για ν’ αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στην ελληνική ποίηση. Σιγά – σιγά η ποιητική του συνείδηση ωρίμαζε, η γλώσσα του πλουτιζόταν και τρία χρόνια μετά την επιστροφή του στη Ζάκυνθο σύνθεσε τα πρώτα αξιόλογα ποιήματα της νιότης του. Τα πρώτα του νεανικά ποιήματα, από το 1818 ως το 1823, όσα ξεπερνούν την κοινή στάθμη της εποχής, φανερώνουν την προικισμένη ποιητική φύση του και κάνουν ξεχωριστή αίσθηση στους συγχρόνους του. Ο Σολωμός με τα «Λυρικά» στο χέρι δοκιμάζει τους πρώτους του νεοελληνικούς στίχους. Ανάμεσα στα πρώτα του ποιήματα είναι η «Τρελή μάνα», «Τα δυο αδέλφια», «Η αγνώριστη», «Η Ξανθούλα».
Υμνητής της ελευθερίας
Αλλά το ποίημα που τον καθιέρωσε οριστικά ήταν ο εμπνευσμένος «Ύμνος εις την Ελευθερίαν», με 158 τροχαϊκά τετράστιχα, γραμμένος το Μάη του 1823. Τυπώθηκε στο Μεσολόγγι, στα 1825, και στις 21 Οκτωβρίου 1825 πρωτοδημοσιεύτηκε στη «Γενική Εφημερίδα της Ελλάδος» , μεταφράστηκε στις ισχυρότερες ευρωπαϊκές γλώσσες.
Η δεκαετία μετά τον «Υμνο» (1823 – I833), είναι πολύ γόνιμη. Ο Σολωμός σιγά – σιγά ξεπερνά το στάδιο του εύκολου αυτοσχεδιασμού και «υποτάσσει τη φαντασία και το πάθος, με καιρό και με κόπο, εις το νόημα της τέχνης». Από την περίοδο αυτή, τα πιο σπουδαία ποιήματά του είναι τα: «Επίγραμμα των Ψαρών», «Η φαρμακωμένη», «Εις μοναχήν», «Ο Λάμπρος». Το 1824 έγραψε το ποίημα «Εις το θάνατο του λόρδου Μπάιρον», με 166 τροχαϊκά τετράστιχα.
Αν και αργότερα ο Σολωμός θεωρούσε τα ποιήματα αυτά σα νεανικές αστοχίες, χάρη στον «Υμνο εις την της Ελευθερία» φημίστηκε σ’ όλη την Ελλάδα κι ονομάστηκε «εθνικός» ποιητής. Το 1826 άρχισε να συνθέτει το ποίημα «Ο Λάμπρος» σ’ ενδεκασύλλαβες ιαμβικές οκτάβες, που βυρωνίζουν. Όμως δεν μπόρεσε να το τελειώσει, διότι, όπως ομολογούσε ο ίδιος, «Ο ” Λάμπρος” θα μείνει απόσπασμα». Ενα μέρος του μόνο δημοσίευσε ο ίδιος στο περιοδικό της Κέρκυρας «Ανθολογία» (1834).
Το 1826, ύστερα από τσακωμό με τον μεγαλύτερο αδερφό του, Δημήτρη, εγκατέλειψε τη Ζάκυνθο κι εγκαταστάθηκε οριστικά στην Κέρκυρα, όπου παρέμεινε ως το θάνατό του. Αποσύρθηκε στην Κέρκυρα για ν’ αφοσιωθεί απερίσπαστος στη μελέτη και στην ποιητική δημιουργία. Εξάλλου, η Κέρκυρα ήταν, τότε, η πνευματική πρωτεύουσα της Επτανήσου και σχεδόν ολόκληρης της Ελλάδας, γιατί εκεί άκμαζε η Ιόνιος Ακαδημία κι έμεναν πολλοί εξέχοντες άντρες των γραμμάτων, επιστημών και τεχνών.
Στη δεκαετία του 1823 – 1833 ανήκουν και τα σατιρικά του, καθώς και τα δυο του πεζά, ο «Διάλογος», έργο κορυφαίο, γραμμένο για τη θεωρητική υποστήριξη της δημοτικής και η «καυστική» σάτιρα «Η γυναίκα της Ζάκυθος», ένα πρώιμο δείγμα πεζογραφίας, μοναδικής έντασης και καθαρότητας της λαϊκής γλώσσας.
Η κερκυραϊκή περίοδος
Στην Κέρκυρα, αρχίζει η δεύτερη ποιητική περίοδος του Σολωμού, που λέγεται «κερκυραϊκή», όπου το αίσθημα, η σκέψη, η γλώσσα και η τεχνική των στίχων του έφτασαν στο πιο υψηλό σημείο ευγένειας και δύναμης. Σ’ αυτή την εποχή η ποίηση του Σαίξπηρ, του Γκαίτε και του Σίλερ, κυρίως οι αισθητικές θεωρίες του τελευταίου, είχαν βαθιά επίδραση στον Σολωμό.
Τα κυριότερα δημιουργήματα αυτής της περιόδου είναι το ποίημα «Εις Μοναχήν» (1829), τα αποσπάσματα του «Κρητικού» (1833), το απόσπασμα της ωδής «Εις το θάνατο κυρίας Αγγλίδος», το επίγραμμα «Εις Φραγκίσκα Φραίζερ» (1849), τα αποσπάσματα του «Πορφυρά» (1849) και οι γραφές των «Ελεύθερων Πολιορκημένων».
Αρχή της μεγάλης περιόδου του Διονυσίου Σολωμού είναι ο «Κρητικός», γραμμένος το 1833 και ’34, ποίημα βαθύτατα λυρικό, σαν εξομολόγηση του ποιητικού ανθρώπου. Ακολουθούν οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι», σύνθεση όπου θέλησε να μετουσιώσει λυρικά το μεγάλο γεγονός της πολιορκίας και της εξόδου του Μεσολογγίου (1826) και κυρίως τα παθήματα των αγωνιστών στις τελευταίες μέρες της πολιορκίας.
Υστερα από μια ατελή πρώτη προσπάθεια με το «Σχεδίασμα Α’», για δέκα ολόκληρα χρόνια (1834 – 1844), δουλεύει αποκλειστικά το «Β΄ Σχεδίασμα», που είναι σημαντικότερο, επιμένοντας στην επεξεργασία μεμονωμένων, καθαρά λυρικών επεισοδίων («αποσπασμάτων») και χρησιμοποιώντας τον ομοιοκατάληκτο δίστιχο στίχο του «Ερωτόκριτου», που δίνει καινούριο βάθος και μουσικότητα. Στο «Γ΄ Σχεδίασμα» των «Ελεύθερων Πολιορκημένων», που γράφτηκε από το 1844 κι ύστερα, εγκαταλείπει το στολίδι της ομοιοκαταληξίας και χρησιμοποιεί ένα στίχο λιτότερο και περισσότερο αρρενωπό.
Το μέγιστο ποίημά του
Το ποίημα, που κατά τον Πολυλά «έμελλε να είναι το κυριότερο έργο της ζωής του», ήταν οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι», που η υπόθεσή τους είναι η ηρωική πτώση του Μεσολογγίου (1826) και κυρίως τα πάθη των αγωνιστών στις τελευταίες μέρες της πολιορκίας. Το Α΄ Σχεδίασμα του ποιήματος, λυρικό, σε στίχους εξασύλλαβους (αμφιβραχείς ή μεσοτονικές διποδίες) γράφτηκε ταυτόχρονα με την πτώση της ηρωικής πόλης. Στην Κέρκυρα έδωσε στο ποίημα επική μορφή. Σ’ αυτό, κυρίως, ζήτησε να πραγματοποιήσει ενσυνείδητα, όπως φαίνεται από τα αποσπάσματα των «Στοχασμών του Ποιητή», το κατά Σίλερ «υψηλόν». Δηλαδή, ν’ αποδείξει την ελευθερία του πνεύματος με τη συνειδητή θυσία της ανθρώπινης ζωής, όποτε ο ανθρώπινος ηθικός νόμος συγκρούεται με εξωτερικές ή εσωτερικές δυνάμεις του κακού.
Το τρίπτυχο των μεγάλων έργων του Σολωμού συμπληρώνει ο «Πορφύρας» στα 1849, ένα ποίημα υψηλό, όπου ο άνθρωπος, μέσα στη γοητεία της φύσης, έχει να παλέψει με την άλογη, θηριώδη δύναμη ενός θαλασσινού τέρατος. Ολόκληρη η τελευταία δεκαετία ζωής του στάθηκε γενικά πολύ δημιουργική.
Χαρακτηριστικό είναι ότι τα χρόνια αυτά ξανάρχεται στην ιταλική στιχουργία, που την είχε από καιρό αφήσει, με τα ποιήματα «Ελληνικό καράβι», «Σαπφώ», «Η Ελληνίδα μητέρα», «Το αηδόνι και το γεράκι», είτε γράφει ιταλικά σχεδιάσματα με την πρόθεση να τα μεταφέρει σε στίχους ελληνικούς, όπως είναι τα ποιήματα «Η Ελληνίδα μητέρα», «Η γυναίκα με το μαγνάδι» κι άλλα.
Ολα δείχνουν μια μόνιμη απασχόλησή του με θέματα υψηλού ποιητικού στοχασμού αλλά και μεταφυσικά. Η αρρώστια του, όμως, τον οδήγησε, το Φλεβάρη του 1857 στην Κέρκυρα, στο θάνατο, προτού συμπληρώσει τα 59 του χρόνια.
Ο Σολωμός, όσο ζούσε, και μετά το θάνατό του, άσκησε μια εξαιρετική ακτινοβολία. Γύρω του σχηματίστηκε μια Σχολή, η Εφτανησιώτικη, που συνειδητά ακολουθεί – στη γλώσσα και στο πνεύμα – όσο μπορεί, το παράδειγμα του δασκάλου. Είναι πρώτα οι σύγχρονοι και φίλοι του, όπως οι Πολυλάς, Τυπάλδος, Καλοσγούρος, Μαρκοράς, Μαβίλης, Θεοτόκης κι άλλοι, κι ακολουθούν οι νεότεροι.