Στις 18 Ιουλίου του 1955 κάνει πρεμιέρα η «Μαγική Πόλις» του Νίκου Κούνδουρου
Η «Μαγική Πόλις» του Νίκου Κούνδουρου πρωτοπροβλήθηκε στους ελληνικούς κινηματογράφους στις 18 Ιουλίου 1955 κι έκοψε 67.770 εισιτήρια (4η σε εισιτήρια τη σεζόν 1954-1955).
Στην πρώτη κινηματογραφική ταινία του, ο Νίκος Κούνδουρος, μας μεταφέρει στο προσφυγικό και εξαφανισμένο πια Δουργούτι της δεκαετίας του ’50, δίπλα στην Αθήνα των φωτεινών επιγραφών νέον, εκεί όπου ένας φτωχός φορτηγατζής προσπαθεί να επιβιώσει, στο μεταίχμιο δύο πόλεων, αλλά και δύο διαφορετικών κόσμων.
Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Νίκου Κούνδουρου, διαθέτει αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Τη χρονιά εκείνη ο Έλληνας δημιουργός είχε αποφυλακιστεί από τη Μακρόνησο και βρέθηκε στο Δουργούτι, μεταφέροντας ένα μυστικό μήνυμα στο συγκρατούμενό του ποιητή Άρη Αλεξάνδρου. Στην ταινία εξάλλου συμμετέχουν και οι συγκρατούμενοί του στην Μακρόνησο, Μάνος Κατράκης και Θανάσης Βέγγος.
Το σενάριο της «Μαγικής Πόλης» υπογράφει η συγγραφέας Μαργαρίτα Λυμπεράκη, ενώ το μουσικό σκορ είχε συνθέσει ο Μάνος Χατζιδάκις. Πρωταγωνιστούν: Γιώργος Φούντας, Στέφανος Στρατηγός, Μαργαρίτα Παπαγεωργίου. Σε χαρακτηριστικούς ρόλους εμφανίζονται οι ηθοποιοί: Μάνος Κατράκης, Ανδρέας Ντούζος, Ανέστης Βλάχος, Μίμης Φωτόπουλος και ο Θανάσης Βέγγος, στην πρώτη του εμφάνιση στην μεγάλη οθόνη.
Αξίζει επίσης να σημειώσουμε ότι η ταινία είχε πραγματοποιήσει την παγκόσμια πρεμιέρα της στο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Βενετίας, συμμετέχοντας στο Διαγωνιστικό Τμήμα και διεκδικώντας τον Χρυσό Λέοντας της διοργάνωσης.
«Ο ελληνικός κινηματογράφος άνθησε, μεγαλύνθηκε και γνώρισε δόξες μοναδικές μέσα σε ένα κλίμα ηθογραφίας διανθισμένης κατά περίπτωση με μια λαϊκή θυμοσοφία, λαϊκό χιούμορ και λαϊκό μελόδραμα, στοιχεία που όρισαν και τη θεματολογία του και το ύφος του. Δεν θέλω να κρύψω κάποια περιφρόνησή μου για ένα είδος ελληνικού κινηματογράφου, που μέσα σε μια αλυσίδα παρεξηγήσεων συντηρεί ένα προβληματικό μικρόκοσμο. Συνωστιζόμενοι γύρω από την κολυμβήθρα του Σιλωάμ που λέγεται Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, προσκυνητές και ικέτες, οι παλιοί και οι νέοι σκηνοθέτες προσμένουν την έλευση του αρχάγγελου. Ένα κλίμα ανθυγιεινό διαπερνά τον χώρο και μόλις τα τελευταία δύο χρόνια άρχισε να πνέει ένας αέρας ανανέωσης. Οι Έλληνες σκηνοθέτες είμαστε σε διαρκή συναλλαγή με πράγματα που ίσως δεν μας αρέσουν, αλλά αυτά είναι. Είναι τα δικά μας. Είναι σαν τη μυρουδιά μας. Θέλουμε δεν θέλουμε την κουβαλάμε. Αυτή είναι λοιπόν η μυρουδιά μας. πούμε σ’ αυτό το χώρο, έχουμε αυτόν τον πολιτισμό, έχουμε αυτές τις αποφάσεις κι αυτό το ταμείο, τόσα είναι πάνω κάτω, παραπάνω δεν είναι… και μετέχουμε σ’ αυτό το παιγνίδι… Εμείς. Αυτοί είμαστε. Άλλοτε περήφανοι, άλλοτε μίζεροι ή όμορφοι, αυτοί είμαστε. Γι’ αυτό δεν υπάρχουν “εμείς” κι “αυτοί” στο χώρο μας. Δεν συμπλέω μ’ ένα είδος συρρίκνωσης των σπουδαίων πραγμάτων. Στο όραμα για κοινωνίες πιο σπουδαίες, για ιστορία πιο σημαντική, για κινηματογράφο πιο εξαιρετικό, μόνο ένας, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος κουβαλάει το φλάμπουρο… Εμείς οι άλλοι πού είμαστε;» – Νίκος Κούνδουρος