Σαν σήμερα 24 Μαΐου 1941 γεννιέται ο Αμερικανός μουσικός, ποιητής και παραγωγός Bob Dylan

Σαν σήμερα 24 Μαΐου 1941 γεννιέται ο Αμερικανός μουσικός, ποιητής και παραγωγός Bob Dylan

Κάποτε νομίζαμε ότι είχαμε ξεμπερδέψει με τον Ντύλαν. Πλάνη οικτρά, ως απεδείχθη. Καθώς περνούσαν τα χρόνια γινόταν όλο και πιο φανερό ότι ο Ντύλαν ήταν πανταχού παρών, σαν θεότητα που άφηνε παντού τα σημάδια της, παραμένοντας όμως άπιαστη και φευγαλέα.

13 Οκτωβρίου 2016. Το Νόμπελ Λογοτεχνίας στον Μπομπ Ντύλαν. Παίρνουν φωτιά τα τηλέφωνα. Παίρνουν φωτιά οι μνήμες. Οι εκατοντάδες συζητήσεις για την αξία και την προσφορά του Ντύλαν, συζητήσεις που εκκινούν ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1970.

Ακολουθεί ένα κείμενο που μεταφράστηκε από το βιβλίο του Peter Dreier με τίτλο The 100 Greatest Americans of The 20th Century (Nation Books, 2012)

Ο Ντίλαν εμφανίστηκε στη μουσική σκηνή το 1961 παίζοντας σε μαγαζιά του Γκρίνουιτς Βίλατζ μετά την αναβίωση της φολκ μουσικής και τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησε το πρώτο του άλμπουμ. Μέσα σε διάστημα λιγότερο των τριών ετών, ο Ντίλαν έγραψε δυο ντουζίνες τραγούδια πολιτικού περιεχομένου με δημιουργικούς στίχους που ήταν απόρροια των έντονων αλλαγών που έφερνε η μεταπολεμική γενιά, καθώς και της αναγκαιότητας για την ανάδειξη των αντιπολεμικών κινημάτων και των κινημάτων για τα πολιτικά δικαιώματα. Ο Ντίλαν έδειξε επίσης ότι τραγούδια με αριστερά πολιτικά μηνύματα μπορούσαν να γνωρίσουν εμπορική επιτυχία ακόμα και σε μια εποχή που ο Μακαρθισμός πλανιόταν στην ατμόσφαιρα. Άθελά του, ο Ντίλαν άνοιξε τον δρόμο σε άλλους φολκ μουσικούς της εποχής και μερικοί από αυτούς αφοσιώθηκαν κυριολεκτικά στα δύο μεγάλα κινήματα που προκαλούσαν το αμερικανικό κατεστημένο, ενώ ο ίδιος ο Ντίλαν τους βοήθησε να προσελκύσουν ένα μεγαλύτερο κοινό.

Το 1964 όμως ο Ντίλαν δήλωσε σε φίλους και σε δημοσιογράφους ότι δεν ενδιαφέρονταν πλέον για την πολιτική. Όταν το περιοδικό Broadside ρώτησε τον Phil Ochs, έναν άλλο τραγουδιστή διαμαρτυρίας, αν πίστευε ότι ο Ντίλαν θα ήθελε να δει τα πολιτικά τραγούδια του να «θάβονται», ο Ochs απάντησε εύστοχα: «Δεν νομίζω ότι θα καταφέρει να τα θάψει. Είναι τόσο καλά που δεν του ανήκουν πια».

Το πραγματικό όνομα του Ντίλαν ήταν Ρόμπερτ Άλεν Ζίμερμαν και μεγάλωσε σε μια μεσοαστική εβραϊκή οικογένεια, στο Χίμπινγκ, μια πόλη ανθρακωρύχων στη Βόρεια Μινεσότα. Σαν έφηβος θαύμαζε τους Elvis Presley, Johnny Ray, Hank Williams και Little Richard και ήταν αυτοδίδακτος στην κιθάρα. Το 1959 μετακόμισε στη Μινεάπολη και γράφτηκε στο πανεπιστήμιο της Μινεσότα αλλά το εγκατέλειψε γρήγορα, μένοντας ωστόσο στην περιοχή προκειμένου να μάθει την εκκολαπτόμενη φολκ και μποέμ σκηνή, παίζοντας παίζει σε τοπικά καφέ για να βελτιώσει τις ικανότητές του στην κιθάρα. Ένας φίλος δώρισε στον Ντίλαν τη συλλογή του με δίσκους του Woody Γκάθρι, καθώς και αντίτυπα του περιοδικού Sing Out, τα οποία περιείχαν παρτιτούρες και στίχους πολλών φολκ τραγουδιών. Διάβασε την αυτοβιογραφία του Γκάθρι, Bound for Glory, και έμαθε να παίζει πολλά από τα τραγούδια του.

Εκείνη την εποχή ο νεαρός Ζίμερμαν άλλαξε το όνομα του (επηρεασμένος από τον Ουαλό ποιητή Ντίλαν Τόμας) και υιοθέτησε κάποια από τα προσωπικά χαρακτηριστικά του Γκάθρι. Τραύλιζε όταν μιλούσε και όταν τραγουδούσε, μιλούσε ένρινα, φορούσε εργατικά ρούχα (συμπεριλαμβανομένης και μιας κοτλέ τραγιάσκας) και υιοθέτησε τους τρόπους συμπεριφοράς του Γκάθρι. Στην αρχή έμοιαζε περισσότερο με τον μποέμ και μοναχικό Γκάθρι παρά με ριζοσπάστη και ακτιβιστή.
Τον Ιανουάριο του 1961, ο 19χρονος Ντίλαν έφτασε στην Νέα Υόρκη και ένα από τα πρώτα πράγματα που έκανε ήταν να επισκεφτεί τον Γκάθρι στο νοσοκομείο όπου νοσηλεύονταν υποφέροντας από την ασθένεια του Χάντινγκτον.

Εκείνη την περίοδο το Γκρίνουιτς Βίλατζ ήταν το κέντρο αναβίωσης της φολκ μουσικής στη Νέα Υόρκη, ένα μέρος με έντονη πολιτική συνείδηση και (μαζί με το Σαν Φρανσίσκο) το κέντρο των μπίτνικ, της τζαζ, της ποίησης και των ναρκωτικών. Η περιοχή ήταν γεμάτη με καφέ, μερικά εκ των οποίων είχαν είσοδο, ενώ άλλα έδιναν την ευκαιρία στους καλλιτέχνες να κερδίζουν κάποια χρήματα εφόσον οι πελάτες αγόραζαν ποτά και σάντουιτς.

Ο Ντίλαν έπαιζε στα κλαμπ της φολκ προκαλώντας μεγάλη εντύπωση. Ο τρόπος που τραγουδούσε και ο τρόπος που έπαιζε κιθάρα ήταν περίεργος, αλλά η παιδικότητά του ήταν ένα χάρισμα που αφόπλιζε το κοινό. Το αρχικό του ρεπερτόριο περιλάμβανε κυρίως κομμάτια του Γκάθρι, μπλουζ και παραδοσιακά τραγούδια. Την ίδια εποχή έπλασε ένα μύθο γύρω από τον εαυτό του με διάφορες ιστορίες, όπως ότι είχε δουλέψει σε τσίρκο, ότι είχε μια μπάντα το Χιμπινγκ που είχε εμφανιστεί στην τηλεόραση, ότι το είχε σκάσει από το σπίτι του κι ότι είχε μάθει να παίζει μουσική από μαύρους μπλουζίστες. Προσπαθούσε να ανακαλύψει εκ νέου τον εαυτό του, κάτι που άλλωστε κάνει μονίμως στην ζωή του.

Στις 29 Σεπτεμβρίου του 1961, ο Μπομπ Ντίλαν εμφανίστηκε στο νεοϋορκέζικο κλαμπ Gerde’s Folk City και ο δημοσιογράφος Ρόμπερτ Σέλτον δημοσίευσε στους New York Times μια κολακευτική κριτική με τίτλο «Μπομπ Ντίλαν: ένας ιδιαίτερος στυλίστας». Σύμφωνα με τον Σέλτον, ο Ντίλαν ήταν κάτι ανάμεσα σε μπίτνικ και παιδί της χορωδίας. Αναφέρθηκε σε τέσσερα τραγούδια που παρουσίασε εκείνο το βράδυ: το παραδοσιακό «House of the Rising Sun» και τρία χιουμοριστικά που είχε γράψει ο ίδιος ο Ντίλαν, τα «Talkin’ Bear Mountain», «Talkin’ New York» και «Talkin’ Havah Nagilah». Η κριτική αυτή έβαλε τον Ντίλαν στο χάρτη με αποτέλεσμα ένα δισκογραφικό συμβόλαιο και μολονότι το πρώτο του άλμπουμ με τίτλο Bob Dylan κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 1962, κανένα από τα δεκατρία τραγούδια που περιείχε (συμπεριλαμβανομένων και δύο νέων συνθέσεων) δεν μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως πολιτικά ή διαμαρτυρίας.

Ο Dylan με την Suz Rotolo, με την οποία φωτογραφήθηκε στο εξώφυλλο του άλμπουμ The Freewheelin’ Bob Dylan (1963)

Τον Ιούλιο του 1961 ο Ντίλαν γνώρισε την δεκαεπτάχρονη Σουζ Ρότολο, μια αριστερίζουσα κόρη κομμουνιστών. Σύντομα μετακόμισαν σε ένα διαμέρισμα στο Βόλατζ. Η Σούζ μύησε τον Ντίλαν σε έργα συγγραφέων και ποιητών (μεταξύ άλλων του Μπέρτολντ Μπρεχτ και του Αρτίρ Ρεμπό), με αποτέλεσμα να διευρύνει ποιητικούς του ορίζοντες και να αφυπνιστεί πολιτικά. Η Ρότολο εργάζονταν ως γραμματέας στο Κογκρέσο για τη Φυλετική Ισότητα (CORE) και κάθε βράδυ ενημέρωνε τον Ντίλαν για ό,τι νεότερο υπήρχε γύρω από το Κίνημα για τα Πολιτικά Δικαιώματα που είχε εμφανιστεί τον προηγούμενο χρόνο. Την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1961, το κίνημα των Επιβατών για την Ελευθερία (Freedom Riders) κυριαρχούσε στον Τύπο και η φολκ σκηνή του Βίλατζ πλημμύρισε με τραγουδιστές που έγραφαν και παρουσίαζαν τραγούδια εμπνευσμένα από τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων.

Τον Ιανουάριο του 1962, ο Ντίλαν έγραψε το «The Ballad of Emmett Till», το πρώτο του τραγούδι διαμαρτυρίας για έναν 14χρονο Αφροαμερικανό που είχε ξυλοκοπηθεί και δολοφονηθεί στον Μισισίπι το 1955 επειδή είχε σφυρίξει σε μια λευκή γυναίκα. Ήταν το πρώτο επαναστατικό τραγούδι του Ντίλαν. Μέσα στον επόμενο χρόνο είχε γράψει μεταξύ άλλων τα «Talkin’ John Birch Society Blues» (σατιρίζοντας την ομώνυμη ακροδεξιά οργάνωση), «Let me Die in My Footsteps» (μια κριτική για την ψυχροπολεμική υστερία που οδηγούσε τους Αμερικανούς να κατασκευάζουν αντιπυρηνικά καταφύγια), «Oxford Town» (για τις ταραχές που είχαν ξεσπάσει όταν ο James Meredith έγινε ο πρώτος μαύρος φοιτητής στο Πανεπιστήμιο του Μισισίπι), «Paths of Victory» (αφιερωμένο στους αγώνες για τα πολιτικά δικαιώματα) και «A Ηard Rain’s a-Gonna Fall» (ένα τραγούδι για τον φόβο ενός πυρηνικού πολέμου που παρουσιάστηκε στο Carnegie Hall ένα μήνα πριν την κρίση των πυραύλων της Κούβας).

Τον Απρίλιο ο Ντίλαν έγραψε «Blowin’ in the Wind», το γνωστότερο τραγούδι του που δημοσιεύθηκε στο τεύχος Μαΐου του Broadside και στο τεύχος Ιουνίου του Sing Out. Δανείστηκε τον σκοπό από το «No Μore Auction Block», έναν νέγρικο ύμνο κατά της δουλείας, το και το παρουσίασε στο Gerde’s Folk City πριν ακόμα το κυκλοφορήσει ή το δημοσιεύσει κάπου. Πολύ σύντομα η νέα αυτή σύνθεση προκάλεσε μεγάλο ντόρο στο Βίλατζ. Σε αντίθεση με τα «Emmett Till», «John Birch» και « Let Me Die», το «Blowin’ Ιn Τhe Wind» δεν αφορούσε κάποιο συγκεκριμένο γεγονός ή δημόσια αντιπαράθεση. Οι στίχοι του εξέφραζαν την ανησυχία για την γενική πορεία της χώρας, συμπεριλαμβανομένων της καταπάτησης των πολιτικών δικαιωμάτων και της κλιμάκωσης των πυρηνικών εξοπλισμών.

Στο Μισισιπί με τον Pete Seeger

Αποφεύγοντας τις λεπτομέρειες, οι τρεις στροφές του τραγουδιού περιείχαν μια καθολική ποιότητα που επέτρεπε στους ακροατές να δίνουν δική τους ερμηνεία στους στίχους. Οι στίχοι «How many times must the cannonballs fly before they are forever banned?» και «How many deaths will it take till he knows that too many people have died?» είναι σαφές ότι αναφέρονται στον πόλεμο, αλλά όχι σε κάποιον συγκεκριμένο πόλεμο. Κάποιος μπορεί να ακούσει τους στίχους «How many years can some people exist before they ’re allowed to be free?» και να τους συσχετίσει με το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα ή με τους Επιβάτες για την Ελευθερία. Το «How many times can a man turn his head pretending he just doesn’t see?» μπορεί να αναφέρεται στην απροθυμία του κράτους να αντιμετωπίσει τον ίδιο του τον ρατσισμό ή άλλες μορφές άγνοιας. Το τραγούδι αντανακλά ένα συνδυασμό αποξένωσης και οργής. Για πολλά χρόνια οι ακροατές διαφωνούσαν για το τι εννοούσε ο στίχος «The answer is blowin’ in the wind». Είναι η απάντηση τόσο προφανής που βρίσκεται ακριβώς μπροστά μας; Ή είναι τόσο δυσνόητη και δεν μπορούμε να την κατανοήσουμε; Αυτή η ασάφεια είναι ένας λόγος για την τεράστια γοητεία που ασκεί το τραγούδι.

Πριν τραγουδήσει το «Blowin’ In The Wind» στο Gerde’s, ο Ντίλαν εξήγησε στο κοινό ότι «Δεν πρόκειται για επαναστατικό τραγούδι ή για κάτι παρόμοιο επειδή εγώ δεν γράφω επαναστατικά τραγούδια… Το έγραψα επειδή ήταν κάτι που έπρεπε να ειπωθεί για κάποιον από κάποιον». Ο Ντίλαν μπορεί να ήταν ντροπαλός ή ανειλικρινής, αλλά αυτό δεν είχε καμία σημασία. Το τραγούδι πέρασε στη σφαίρα της επαναστατικής διαδικασίας και έγινε επιτυχία.

Ο Ντίλαν ηχογράφησε το «Blowin’ Ιn Τhe Wind» στο δεύτερο του άλμπουμ, The Freewheelin’ Bob Dylan, το οποίο κυκλοφόρησε τον Μάιο του 1963, αλλά η εκτέλεση που κυκλοφόρησε μερικές εβδομάδες αργότερα από τους Peter, Paul & Mary το μετέτρεψε σε παγκόσμιο φαινόμενο. Το σινγκλ πούλησε 300 χιλιάδες αντίτυπα την πρώτη κιόλας εβδομάδα της κυκλοφορίας του. Στις 13 Ιουλίου του 1963 σκαρφάλωσε στο νούμερο 2 του Billboard Pop Chart έχοντας πουλήσει ένα εκατομμύριο αντίτυπα. Εκατομμύρια Αμερικανοί έμαθαν τους στίχους και τους τραγουδούσαν καθώς ακουγόταν στο ραδιόφωνο, σε συναυλίες, σε καλοκαιρινές κατασκηνώσεις, σε εκκλησίες και σε συναγωγές.

Με την Joan Baez

Η επιτυχία του τραγουδιού ανέδειξε τον 22χρονο Ντίλαν σε διασημότητα και τον καθιέρωσε ως έναν επαναστάτη τραγουδοποιό, ο οποίος είχε καταφέρει να μεταδώσει το πνεύμα της γενιάς του. Ο Ντίλαν ενίσχυσε αυτή την εντύπωση στις 5 Ιουλίου, όταν τραγούδησε μαζί με τον μεγάλο τροβαδούρο της φολκ Pete Seeger το «Only a Pawn in Their Game» στο Γκρίνγουντ του Mισισίπι, σε μία συναυλία με αφορμή τη δολοφονία του Μέντγκαρ Έβερς, ενός ηγέτη της Εθνικής Ένωσης για την Πρόοδο των Έγχρωμων Ανθρώπων(NAACP) που είχε συμβεί λίγους μήνες νωρίτερα. Τον Αύγουστο του 1963 ο Ντίλαν τραγούδησε στην Ουάσινγκτον στη διάρκεια της Πορείας για την Εργασία και την Ελευθερία. Εκεί ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ εκφώνησε την περίφημη ομιλία του «Ι Have a Dream».
Τον Αύγουστο του 1963, στην Πορεία προς την Ουάσινγκτον, ο Ντίλαν τραγούδησε αρκετά θεματικά κομμάτια που είχε συνθέσει πρόσφατα όπως τα «Only A Pawn in Their Game» και «When The Ship Comes In» (ένα τραγούδι για μια επερχόμενη αποκάλυψη), ενώ έναν δυο μήνες αργότερα έγραψε το «The Times They Are a-Changin’», το δεύτερο γνωστότερο τραγούδι του, έναν οργισμένο ύπνο που προκαλούσε το πολιτικό κατεστημένο για λογαριασμό της γενιάς του.

Το συγκεκριμένο τραγούδι στιγμάτιζε «βουλευτές, γερουσιαστές» αλλά και τους «γονείς» μιλώντας για μια άγρια μάχη και προειδοποιώντας τους να μην επικρίνουν ό,τι δεν μπορούσαν να καταλάβουν. Ο στίχος «For the loser now will be later to win» μοιάζει με παραβολή της Βίβλου σύμφωνα με την οποία οι ταπεινοί θα κληρονομήσουν την γη ή, ίσως, ότι οι φτωχοί μαύροι Αμερικανοί θα κερδίσουν την μάχη για την δικαιοσύνη. Το «The Times» έγινε ύμνος όπως είχε γίνει και το «Blowin’ in the Wind». Επρόκειτο για μια έντονη προειδοποίηση, άγρια και συνάμα ελπιδοφόρα. Συμβόλιζε το χάσμα των γενεών και έκανε τον Ντίλαν «εκπρόσωπο» της επανάστασης των νέων.

Το τρίτο άλμπουμ του Ντίλαν είχε τίτλο The Times They Are a-Changin’. Ηχογραφήθηκε μεταξύ Αυγούστου και Οκτωβρίου του 1963 και συμπεριελάμβανε το τραγούδι «North Country Blues» που σκιαγραφούσε τον τόπο στον οποίο μεγάλωσε ο Ντίλαν στην Μινεσότα περιγράφοντας τα προβλήματα μετά το κλείσιμο των ορυχείων που μετέτρεψε εκείνες τις περιοχές σε επαρχίες φαντάσματα. Ο Ντίλαν μετέφερε με αριστοτεχνικό τρόπο την ιστορία από την πλευρά μιας γυναίκας.

Όμως η φιλοδοξία του Ντίλαν για επιτυχία μερικές φορές ερχόταν σε αντίθεση με τις πολιτικές και καλλιτεχνικές του αρχές. Το 1963, όταν το CBS τον ενημέρωσε ότι δεν μπορούσε να τραγουδήσει το «Talkin’ John Birch Society Blues» στην εκπομπή του Ed Sullivan επειδή ήταν πολύ αμφιλεγόμενο, ο Ντίλαν είχε αποχωρήσει από την εκπομπή. Ωστόσο, ουδέποτε ήταν εξοικειωμένος με την ταμπέλα του «επαναστάτη». Δεν του άρεσε να είναι μια διασημότητα, να τον ρωτούν τι σήμαιναν τα τραγούδια του ή να τον θεωρούν ως τον τροβαδούρο που εκπροσωπούσε μια ολόκληρη γενιά. Κάποια στιγμή ο Ντίλαν είπε στον Phil Ochs ότι «Αυτά που γράφεις είναι κουταμάρες γιατί και η πολιτική είναι μια βλακεία», επειδή ο Ochs συνέχιζε να γράφει και να ερμηνεύει επαναστατικά τραγούδια. «Χάνεις άδικα τον καιρό σου».

Mε τον Phil Ochs στο φολκ φεστιβάλ του Νιούπορτ, 1964

Τον Δεκέμβριο του 1963, μερικές εβδομάδες μετά την δολοφονία του Κένεντι, ο Ντίλαν παρέλαβε με μεγάλη απροθυμία το βραβείο Tom Paine από το Έκτακτη Επιτροπή για τις Πολιτικές Ελευθερίες σε μια εντυπωσιακή τελετή στο ξενοδοχείο Americana Inn της Νέας Υόρκης. Ο Ντίλαν μεθυσμένος και νευρικός εκφώνησε μια ασυνάρτητη ομιλία μπροστά σε ένα κοινό που αποτελούνταν από 1400 φιλελεύθερους και ριζοσπάστες. Πρώτα προσέβαλε την ηλικία τους: «Εσείς θα έπρεπε να είστε στην παραλία. Αυτός δεν είναι ένας κόσμος για γέρους… Όταν χάνουν τα μαλλιά τους οι γέροι πρέπει να αποσύρονται». Κατόπιν προσέβαλε τις πολιτικές τους πεποιθήσεις. «Για μένα δεν υπάρχουν πλέον μαύροι και λευκοί, δεξιοί και αριστεροί. Υπάρχει μόνο το πάνω και το κάτω, το κάτω είναι πολύ κοντά στο έδαφος. Κι εγώ προσπαθώ να ανέβω δίχως να σκέφτομαι κάτι τόσο ασήμαντο όσο η πολιτική». Στη συνέχεια αναφέρθηκε στον Lee Harvey Oswald, τον δολοφόνο του Κένεντι, λέγοντας, «Είδα κάτι από τον εαυτό μου σε εκείνον». Κάποιοι από το κοινό τον γιούχαραν. Αργότερα ο Ντίλαν έστειλε στην επιτροπή μια ασαφή επιστολή ως απολογία, κάτι σαν ένα μακροσκελές ποίημα με το οποίο υπερασπίζονταν την αντιπολιτική του διάθεση. Δήλωνε ότι δεν ήθελε πλέον να τραγουδά για το «Εμείς». Ήθελε να τραγουδά για το «Εγώ».

Με το τέταρτο άλμπουμ του που είχε τον πολύ εύστοχο τίτλο Another Side of Bob Dylan, είχε αποφασίσει να εμπνευστεί τόσο από την εσωτερική του ανάγκη όσο και από άλλα είδη μουσικής. Άρχισε να εξερευνά και να προσθέτει περισσότερο προσωπικές εμπειρίες στην μουσική και στην ποίηση του. Ταυτόχρονα όμως άρχισε να μπλέκεται περισσότερο με τα ναρκωτικά και με το αλκοόλ. Τα τραγούδια του άρχισαν να επικεντρώνονται στην ερωτική του ζωή, στην αποξένωσή του, καθώς και στον αυξανόμενο παραλογισμό του. Στις επόμενες δεκαετίες ο Ντίλαν θα επαναπροσδιόριζε αρκετές φορές τον εαυτό του. Με λίγες εξαιρέσεις, εγκατέλειψε την ακουστική μουσική για το ροκ εντ ρολ, την κάντρι, τα μπλουζ και τα γκόσπελ. Η επιτυχία του «Like a Rolling Stone» από το άλμπουμ Highway 61 Revisited (1965) αποκάλυψε το ταλέντο του σαν μουσικός της ροκ. Αρκετές φορές ανακάλυψε τον Ιησού, ενώ για ένα μεγάλο διάστημα ισχυρίζονταν ότι ήταν Ορθόδοξος Εβραίος.

Ακόμα όμως και μετά το 1964, ο Ντίλαν έδειξε ότι δεν είχε χάσει το ταλέντο του να γράφει πολιτικά τραγούδια. Το «Subterranean Homesick Blues» του 1965 αναφερόταν στην βία που υφίσταντο οι αγωνιστές για τα πολιτικά δικαιώματα από τους αστυνομικούς, (Better stay away from those/That carry around a fire hose) αλλά αποκάλυπτε και τον αυξανόμενο κυνισμό του (Don’t follow leaders/Watch the parkin’ meters). Οι Weatherman (μετέπειτα Weather Underground), η εξτρεμιστική φράξια της δυναμικής οργάνωσης των Φοιτητών για μια Δημοκρατική Κοινωνία, πήραν το όνομα τους από έναν άλλο στίχο αυτού του τραγουδιού (You don’t need a weatherman to know which way the wind blows). Άλλα τραγούδια όπως τα «I Shall Be Released» (1967), «I Pity the Poor Immigrant» (1967), «George Jackson» (1971), «Hurricane» (1975), «License Το Κill» (1983), και το «Clean Cut Kid» (1984), υποδήλωναν ότι ο Ντίλαν ήταν ακόμα ικανός για ένα πολιτικό ξέσπασμα.

Ο Ντίλαν τραγούδησε σε πολλές συναυλίες οικονομικής ενίσχυσης για διάφορους σκοπούς όπως η πείνα στο Μπαγκλαντές το 1971, στην Αιθιοπία το 1985 αλλά και στο Farm Aid που πραγματοποιήθηκε το 1985 προκειμένου να συγκεντρωθούν χρήματα για τους Αμερικανούς αγρότες. Το 1991, στην εκδήλωση της Academy of Recording Artists and Performers όπου του απένειμαν το βραβείο για τη συνολική προσφορά του στην μουσική, ο Ντίλαν τραγούδησε το «Masters of War» την στιγμή που τα Αμερικανικά στρατεύματα πολεμούσαν στο Ιράκ. Την βραδιά των εκλογών του 2008 έδινε συναυλία στο Πανεπιστήμιο της Μινεσότα. Την στιγμή που ανακοινώθηκε η νίκη του Μπαράκ Ομπάμα, ο Ντίλαν είπε: «Γεννήθηκα το 1941. Ήταν η χρονιά που βομβαρδίστηκε το Περλ Χάρμπορ. Έκτοτε ζω στο σκοτάδι. Φαίνεται όμως ότι τώρα τα πράγματα αρχίζουν πλέον να αλλάζουν». Στο τέλος της συναυλίας αντί να παίξει το καθιερωμένο «Like a Rolling Stone» τραγούδησε το «Blowin’ Ιn Τhe Wind».

Η σποραδική ενασχόληση του Ντίλαν με την πολιτική σίγουρα παρουσιάζει ενδιαφέρον, αλλά τα τραγούδια του για την ειρήνη και τη δικαιοσύνη αποτελούν από μόνα τους ένα σημαντικό κομμάτι της ιστορίας. Το «Blowin’ Ιn Τhe Wind» και το «The Times They Are a-Changin’» θα συνδέονται πάντα με τα κινήματα της δεκαετίας του 1960 και με τον τρόπο με τον οποίο κινητοποίησαν τους ανθρώπους προκειμένου να διαμαρτυρηθούν για έναν καλύτερο κόσμο.

Google+ Linkedin