Η μαφία σήμερα επενδύει…

Η μαφία σήμερα επενδύει…

«Ο Μπρούσκα δεν είναι μαφιόζος», επισημαίνει ο Ααρον Πετινάρι. «Είναι συνεργάτης της Δικαιοσύνης. Ισως δεν τα είπε όλα, αλλά χάρη σε αυτόν μάθαμε πολλά». Ο λόγος για τον αρχιμαφιόζο Τζοβάνι Μπρούσκα, γνωστό και ως «Το Γουρούνι», που αποφυλακίστηκε τη Δευτέρα μετά 26 χρόνια στη φυλακή, παρότι συνδεόταν με 100 δολοφονίες.

Ο διευθυντής του πρώτου μονοθεματικού περιοδικού/ιστοσελίδας για τη μαφία στην Ιταλία, «Antimafia 2000», επιμένει ότι όταν μπλέξει κανείς με τη μαφία, ξεμπλέκει μόνο αν συνεργαστεί με τη Δικαιοσύνη ή αν πέσει νεκρός. Ο νόμος του δικαστή Φαλκόνε, που επέτρεψε σε μαφιόζους να ανταλλάσσουν τις γνώσεις τους με μικρότερες ποινές, αποδείχθηκε θεμελιώδης για την πάταξη του οργανωμένου εγκλήματος, ενώ επίσης θεμελιώδης είναι η κοινωνική συνειδητοποίηση του προβλήματος, που φάνηκε στη Σικελία όταν επιχειρηματίες αρνήθηκαν να πληρώσουν προστασία στη μαφία και το δήλωσαν δημοσίως.

Μιλώντας για τις σχέσεις ανάμεσα στο οργανωμένο έγκλημα και τους κρατικούς λειτουργούς, ο Πετινάρι θυμάται τη δήλωση της κόρης ενός αρχιμαφιόζου που ξέφυγε από την οργάνωση: «Καθένας πρέπει πρώτα να κοιτάξει μέσα του και να αποφασίσει με ποια πλευρά είναι».

― Πώς είναι να γράφει κανείς για τη μαφία από το Παλέρμο;

― «Σήμερα το Παλέρμο είναι πολύ διαφορετικό από την εποχή του Φαλκόνε και του Μπορσελίνο (των δύο δικαστών που δολοφονήθηκαν το 1992). Τη δεκαετία του 1980 είχαμε έναν νεκρό την ημέρα. Τώρα δεν γίνονται σχεδόν καθόλου σκοτωμοί, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η μαφία είναι λιγότερο επικίνδυνη. Είναι εδώ. Η Κόζα Νόστρα προσπάθησε να ξαναφτιάξει την ηγεσία της, αλλά ευτυχώς οι έρευνες δεν το επέτρεψαν. Χάρη στη συνεισφορά συνεργατών της Δικαιοσύνης μάθαμε ότι τουλάχιστον έως το 2014-2015 υπήρχαν σχέδια για δολοφονίες άλλων δικαστών, όπως του δικαστή του Παλέρμο Αντονίνο ντι Ματέο, ο οποίος ερευνούσε τις δολοφονίες του 1992-1993 και τη συνεργασία κράτους-μαφίας. Εγώ δεν έχω δεχθεί απειλές, άλλοι συνάδελφοι ναι. Συνολικά, από τη μαφία έχουν δολοφονηθεί εννέα δημοσιογράφοι, δεκάδες δικαστές, αστυνομικοί, ιερείς, επιχειρηματίες. Είχαμε πάνω από 1.000 θύματα μετά τον πόλεμο, μεταξύ αυτών γυναίκες και πάνω από 100 παιδιά».

― Η εντύπωση που επικρατεί στην Ελλάδα για τα θύματα της μαφίας είναι ότι απλώς οι μαφιόζοι σκοτώνονται μεταξύ τους.

― «Κάτι τέτοιο έλεγαν και στη Γερμανία το 2007. Εγινε ένας σκοτωμός σε μια πιτσαρία στο Ντούισμπουργκ και φάνηκε ότι η πιτσαρία ανήκε σε μαφιόζους από την Ντραγκέτα (τη μαφία της Καλαβρίας), ότι είχαν επενδύσει σε αυτήν. Πρέπει, λοιπόν, να θέσουμε ένα άλλο ερώτημα. Γιατί βρίσκονται εκεί; Τι κάνουν; Αυτό είναι το πρόβλημα. Μου έρχεται στο μυαλό ότι τον Μάρτιο συνελήφθη κοντά στη Λάρισα ένας αρχιμαφιόζος από τη Μεσίνα, ο Μάριο Τζούλιο Καλντερόνι. Δεν ξέρουμε τι έκανε στην Ελλάδα, προφανώς κρυβόταν. Συνήθως κρύβονται στην Ιταλία και κοντά στον τόπο καταγωγής τους. Αν πάνε στο εξωτερικό, το κάνουν γιατί εκεί ο κόσμος δεν γνωρίζει καλά το φαινόμενο της μαφίας. Στη Γερμανία κατάλαβαν ότι η Ντραγκέτα ήταν ανάμεσά τους, από εκείνη τη δολοφονία. Μιλάμε για ένα φαινόμενο που δεν είναι μόνο τοπικό, είναι πολύ μεγαλύτερο. Αν τη δεκαετία του 1970 τον έλεγχο της διακίνησης ναρκωτικών τον είχε η Κόζα Νόστρα και τώρα τον έχει στη Δύση η Ντραγκέτα, με όλα αυτά τα λεφτά μπορούν να κάνουν πολλά πράγματα. Είναι πιο εύκολο να τα κάνουν εκτός Ιταλίας».

― Γιατί;

― «Εδώ έχουμε τον κανονισμό αντι-μάφια, που ελέγχει τις επιχειρήσεις, τις επενδύσεις. Οχι ότι δεν επενδύουν και εδώ, αλλά είναι πιο δύσκολο, γιατί υπάρχει δομή ελέγχου, κοιτάζουν ποιος είσαι, αν έχεις συγγενείς μαφιόζους, τι προσφορές δίνεις, μήπως δίνεις πολύ χαμηλές… Στο εξωτερικό όλα αυτά δεν υπάρχουν, το αδίκημα της μαφίας δεν υπάρχει στη Γερμανία, δεν υπάρχει στην Ελλάδα. Αυτό είναι ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα, που βάζει την Ευρώπη σε κίνδυνο. Πρέπει όλα τα κράτη της Ευρώπης να καταλάβουν τον κίνδυνο, ιδίως τώρα που οι μαφίες έχουν τα λεφτά που δεν έχουν οι άλλοι. Σήμερα η μαφία δεν σκοτώνει, επενδύει στα χρηματιστήρια, στις επιχειρήσεις. Είναι σε άλλο επίπεδο».

― Αρα εμείς στην Ελλάδα πρέπει απλώς να περιμένουμε να ανεβεί επίπεδο η μαφία;

― «Οταν σκοτώσω, τραβώ την προσοχή. Αν δεν σκοτώσω, σκέφτεται κανείς ότι η μαφία δεν υπάρχει. Οσο λιγότερο με ακούν, όσο περισσότερο βρίσκομαι στη σκιά, τόσο λιγότερο γίνεται αντιληπτή η παρουσία μου. Αν θέλω να πάρω μια κρατική ανάθεση για μια απλή δουλειά και απειλήσω, είναι σαν να στρέφω επάνω μου έναν προβολέα. Αν δωροδοκήσω, η ποινή είναι πολύ μικρότερη. Για αυτό πρέπει να καταλάβουμε ότι η διαφθορά και η μαφία, εφόσον η μαφία έχει το χρήμα, είναι αδικήματα που συνδέονται μεταξύ τους. Ο κόσμος νομίζει ότι δεν είμαστε πια σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και πέφτει η προσοχή, είναι μια στρατηγική που την ήθελε ο Μπερνάρντο Προβεντσάνο, ο κάπο της Κόζα Νόστρα. Ο Προβεντσάνο συμφωνούσε με τις δολοφονίες του Μπορσελίνο και του Φαλκόνε, αλλά από τότε έλεγε ότι πρέπει να κάνουμε πίσω».

― Ηθελαν να αλλάξει το πολιτικό σκηνικό και να βγάλουν από τη μέση αυτούς που δεν τους έκαναν;

― «Οι δολοφονίες σταμάτησαν από τον Ιανουάριο του 1994, όταν κατέβηκε στην πολιτική ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Δυστυχώς, δεν ξέρουμε όλη την αλήθεια για πάρα πολλά πράγματα. Είχαμε τόσες δολοφονίες, τόσες επιθέσεις, τόσα μυστήρια, περιλαμβανομένων των επιθέσεων στον Φαλκόνε και τον Μπορσελίνο, για τις οποίες δεν ξέρουμε πράγματα. Εξαφανίστηκαν σημαντικά ντοκουμέντα, η ατζέντα του Μπορσελίνο, οι υπολογιστές του Φαλκόνε στους οποίους εργαζόταν στο εσωτερικό του υπουργείου Δικαιοσύνης. Η ιστορία της μαφίας στην Ιταλία είναι φτιαγμένη από αίμα, τρόμο και πολύ άνετες διασυνδέσεις με τις εξουσίες, οι οποίες μας κάνουν να σκεφτούμε ότι πολύ συχνά οι μαφίες έχουν χρησιμοποιηθεί για άλλους σκοπούς. Η σχέση κράτους-μαφίας δεν είναι μια σχέση σποραδικής εγγύτητας, είναι κάτι πολύ περισσότερο».

― Πώς αντέδρασε το κράτος στις δολοφονίες;

― «Μετά τις δολοφονίες του 1992-93 η Δικαιοσύνη κινητοποιήθηκε και πολλοί αρχιμαφιόζοι συνελήφθησαν. Αρχικά όχι όλοι, μόνον αυτοί που ήταν κοντά στον Τότο Ρίνα. Τον Προβεντσάνο τον συνέλαβαν το 2006, σε μεγάλη ηλικία, ενώ ο Ντενάρο είναι ακόμη ελεύθερος. Η νίκη ήταν η αυξημένη προσοχή της κοινής γνώμης. Ο Μπορσελίνο και ο Φαλκόνε σκοτώθηκαν, καθώς είχαν αφεθεί μόνοι τους. Απομονώθηκαν. Ενας από τους συνεργάτες της Δικαιοσύνης, ο Τζουφρέ, είπε ότι εμείς μπορέσαμε να τους σκοτώσουμε γιατί καταλάβαμε ότι δέχονταν επιθέσεις από άλλους δικαστές, από πολιτικούς, ήταν μόνοι τους και ότι αν τους σκοτώναμε δεν θα ήταν καλό μόνο για εμάς, αλλά και για άλλους. Αν ένας άνθρωπος είναι μόνος του σε μια μάχη, είναι πιο εύκολο να δολοφονηθεί. Σήμερα επιλέγουν να μη δολοφονήσουν, αλλά να απονομιμοποιήσουν: Μιλάς για τις σχέσεις μαφίας-πολιτικής; Πολιτικοποιείς τη Δικαιοσύνη. Κάνεις τις έρευνες αυτές για την καριέρα σου; Απονομιμοποιείς έναν δικαστή».

Google+ Linkedin