Ογδόντα δύο χρόνια από τη δολοφονία του ήρωα γραμματέα της ΟΚΝΕ, Χρήστου Μαλτέζου

Ογδόντα δύο χρόνια από τη δολοφονία του ήρωα γραμματέα της ΟΚΝΕ, Χρήστου Μαλτέζου

Στις 22 Νοεμβρίου 1938 στην ακτίνα Θ΄ του κάτεργου της Κέρκυρας δολοφονείται από τη μεταξική δικτατορία με άγρια βασανιστήρια ο Γραμματέας της Ομοσπονδίας Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδας (ΟΚΝΕ, νυν ΚΝΕ) Χρήστος Μαλτέζος. Ένας από τους εκατοντάδες ήρωες και μάρτυρες του ΚΚΕ  , που κείνες τις μέρες έκλεινε 20 χρόνια ζωής και δράσης και η ΟΚΝΕ 16 χρόνια σκληρών αγώνων για τα συμφέροντα του λαού και της χώρας.

«Στην Ακροναυπλία – γράφει ο Β. Μπαρτζιώτας – έπειτα από τη δολοφονία του Χ. Μαλτέζου, απαγγέλλαμε ένα σονέτο (δεν ξέρω ποιος το έγραψε) και θυμάμαι μόνο μία στροφή: “Σύντροφοι, τον Χρήστο Μαλτέζο σκότωσαν, έναν απ’ αυτούς που ξέραν τι είναι ζωή και τη δόσαν!”».

***

Στα 1934-36 μεγάλη ήταν η ανάπτυξη που πήραν οι αγώνες των φοιτητών της Αθήνας. Οι νέοι της ΟΚΝΕ, μπαίνουν μπροστά, οργανώνουν και καθοδηγούν τους αγώνες της σπουδάζουσας νεολαίας για τα δικαιώματά της. Κάθε μέρα καινούριες μάζες φοιτητών μπαίνουν στην πάλη. Την άνοιξη του 1935 ξέσπασε η μεγάλη απεργία των φοιτητών για την πανεπιστημιακή ασυλία. Σαράντα μέρες κράτησε η απεργία. Η μαχητικότητα και η συνοχή των φοιτητών μεγάλωσε πιο πολύ. Την απεργία αυτή ακολούθησαν κι άλλοι αγώνες στα κατοπινά χρόνια που συνεχίστηκαν και στις δύσκολες ακόμη συνθήκες της μεταξικής δικτατορίας.

Κείνα τα χρόνια, από μέρους της ΚΕ της ΟΚΝΕ, ο Χρήστος Μαλτέζος καθοδηγούσε τις φοιτητικές οργανώσεις της ΟΚΝΕ στην Αθήνα. Λίγοι ήταν εκείνοι οι φοιτητές που γνώριζαν το σεμνό και σοβαρό παλικάρι που βρισκόταν στο πλευρό τους, στους καθημερινούς τους αγώνες. Μονάχα οι συνεργάτες του ξέραν τον καθοδηγητή των νεαρών κομμουνιστών του πανεπιστημίου και των άλλων ανώτερων σχολών της Αθήνας. Μα όποιος τον γνώριζε το Χρήστο Μαλτέζο, ένιωθε από την πρώτη στιγμή πως έχει μπροστά του έναν αγωνιστή ολότελα δοσμένο στη δίκαιη υπόθεση του λαού και της νεολαίας μας.

***
Γεννημένος στα Μέθανα στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του προηγούμενου αιώνα, ο Χρήστος Μαλτέζος από νωρίς πήρε το δρόμο του αγώνα, Στα 1925 έγινε μέλος της ΟΚΝΕ. Γρήγορα ο αγώνας τον απορρόφησε ολότελα. Όντας φοιτητής της Νομικής, άφησε τις σπουδές για να αφοσιωθεί στην επαναστατική δράση. Στη γεμάτη στερήσεις ανέχεια, δυσκολίες και διώξεις ζωή των κομμουνιστών και των νέων της ΟΚΝΕ, η πίστη τους στο κίνημα, η αφοσίωση στο λαό, η συντροφικότητα, η αλληλεγγύη κι η αγάπη ανάμεσά τους, ήταν γι’ αυτούς πηγή αστείρευτης δύναμης, ενθουσιασμού και αυταπάρνησης.

Τέτοια ήταν η ζωή του Μαλτέζου. Ζωή του λαϊκού αγωνιστή, που τίποτε δε λογάριαζε, σαν ήταν να εξυπηρετήσει το κίνημα. Τον Μαλτέζο τον χαρακτήριζε μια μεγαλόκαρδη αλληλεγγύη και συντροφικότητα. Τα λίγα χωράφια που του άφησε πεθαίνοντας ο πατέρας του, στη Μεθώνη τα πούλησε για τη συντήρησή του και τη συντήρηση των συντρόφων του. Το δόσιμο του στον αγώνα φαίνεται και από τη δουλειά του στην εφημερίδα της ΟΚΝΕ «Νεολαία», που για αρκετό διάστημα, ο Μαλτέζος καθοδηγούσε την έκδοσή της. Η «Νεολαία» έβγαινε κάτω από αφάνταστα δύσκολες συνθήκες. Για να τη βγάζουν, ο Μαλτέζος και οι σύντροφοί του έβρισκαν για γραφεία τους τους πιο απίθανους χώρους, πότε κανένα υπόγειο, πότε καμιά σοφίτα, που τα νοίκιαζαν φτηνότερα. Οι ίδιοι έμεναν νηστικοί για να καλύψουν τα έξοδα της εφημερίδας. Πολλές φορές τρώγανε ψωμί και κρεμμύδι. Μα η εφημερίδα έβγαινε. Τη μοίραζαν οι νέοι της ΟΚΝΕ από χέρι σε χέρι και η φωνή της έφτανε ως τα εργοστάσια και τα σχολειά, τα χωριά και το στρατό.

Οι δυσκολίες αυτές και οι στερήσεις, οι διωγμοί και οι φυλακές υπέσκαψαν την υγεία του. Έγινε φυματικός. Μα ποτέ δεν μεμψιμοιρούσε. Ακούραστα δούλε στις οργανώσεις στις ΚΝΕ, ιδιαίτερα της Αθήνας και του Πειραιά. Η πρακτική οργανωτική δουλειά δεν τον εμπόδιζε ωστόσο να πλουτίζει τις γνώσεις του, αφομοιώνοντας δημιουργικά το μαρξισμό – λενινισμό. Ήταν ακονισμένο και θετικό μυαλό.

Γι’ αυτές του τις αρετές και τις ικανότητες, ο Μαλτέζος αναδείχτηκε στην καθοδήγηση της ΟΚΝΕ. Και τον Οκτώβρη του 1937 έγινε Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής. Σε όλο το διάστημα, μέχρι που πιάστηκε, καθοδηγούσε τους αγώνες των φοιτητών, των νέων εργατών, όλης της νεολαίας μας.

Ο Μαλτέζος πιάστηκε στην Αθήνα το Μάη του 1938 από την Ασφάλεια. Τα πιο σκληρά και απάνθρωπα βασανιστήρια μεταχειρίστηκε ο Μανιαδάκης για να του αποσπάσει ομολογίες και δήλωση. Μα τα σφιχτά κλεισμένα χείλια του Μαλτέζου δεν έβγαζαν λέξη. Λυσσασμένοι γύριζαν όλη την Αθήνα και τον Πειραιά οι χαφιέδες της Ασφάλειας με τη φωτογραφία του, για να μάθουν πού έμενε. Κανείς δε βρέθηκε να τους πει. Ο λαός φυλάει και προστατεύει τους αγωνιστές του.

Κατατσακισμένο τον μετέφεραν στο κάτεργο της Κέρκυρας και τον έριξαν στην ακτίνα Θ’. Στο κάτεργο της Κέρκυρας συνεχίστηκαν τα βασανιστήρια από τους Βααιλάτο και Διονυσάτο. Συγκλονιστική είναι η περιγραφή του Κώστα Μπόση, που παραθέτουμε στη συνέχεια:

«Από δω -βάλ’ το καλά στο μυαλό σου- βγαίνουν μόνο “ανανήψαντες” ή πεθαμένοι. Ζωντανός… ούτε ένας, του είπε ο Βασιλάτος. Εσύ, όπως είσαι, σαν τον Άγιο Αντώνιο τον Ασκητή, δεν πρόκειται να βαστάξεις πολλές μέρες και μια δουλειά που είναι να γίνει αύριο, κάν’ την μια ώρα αρχύτερα. Γιατί να παιδεύεσαι άδικα; Και απλώνοντας ένα χαρτί, συμπλήρωσε: —

Βάλε μια υπογραφή και άντε στο καλό σου…

Και ο Μαλτέζος, μ’ ένα τόνο απλό, σεμνό και σταθερό -τέτοιος ήταν ο χαραχτήρας του, τέτοια ήταν και όλη η ζωή του- απάντησε: —      Άδικα παιδεύεστε.

Τον έδειραν με συρματένιο βούρδουλα κι απάνω στις ματωμένες ανοιχτές πληγές έριξαν καυτό τσιγαρισμένο λάδι. Σπαρτάρησε το κορμί από τους σπασμούς, όμως δεν έβγαλε ούτε ένα “αχ!”.

Σε συνέχεια, τον άφησαν πέντε μέρες ήσυχο…

Την έκτη μέρα μπήκε στο κελί όλη η κουστωδία. Επαναλήφθηκε η ίδια ιστορία, πήραν ξανά την ίδια απλή, σεμνή και σταθερή απάντηση:

—  Μη χάνετε τα λόγια σας. Σας είπα: Άδικα παιδεύεστε.

Τον βασάνισαν πάλι και, στο τέλος, όπως τον είχαν ξαπλωμένο, ο ένας πάτησε το δεξί πόδι τον Μαλτέζου πάνω στο τσιμέντο, ο άλλος σήκωσε το αριστερό, όσο μπορούσε πιο ψηλά, έβαλαν ένα πέταλο στη φτέρνα. Ο Βασιλάτος, μ’ ένα σαδιστικό χαμόγελο στα χείλη, σάλιωσε το καρφί, για να προχωρήσει τάχατες ευκολότερα και ο Διονυσάτος το χτυπούσε αργά μ’ ένα σφυρί να μπει στο κρέας. Μα δεν το πέτυχαν. Λιποθύμησε. Αυτοί πήγαιναν να πεταλώσουν ζωντανό τον άνθρωπο, να υποφέρει, να στριφογυρίζει από τους πόνους, να βογγάει, να ουρλιάζει κι όχι έναν αναίσθητο. Κι ούτε τους συνέφερε να παρατραβήξουν το σχοινί, γιατί ήθελαν δηλωσία και όχι πεθαμένο».

Σωστός βράχος, άντεξε ο Χρήστος Μαλτέζος σ’ όλα τα βασανιστήρια. Από τα ματωμένα χείλια του βγήκαν μόνο λόγια πίστης και αφοσίωσης για το κόμμα και το λαό, περιφρόνηση και μίσος για τους εχθρούς.

«Ζήτω το ΚΚΕ» ήταν η απάντησή του όταν του ζητούσαν να κάνει δήλωση.

Λύσσαξαν τα κτήνη της ασφάλειας κι άρχιζαν πιο απάνθρωπα να τον βασανίζουν. Τον καίγαν με καυτό λάδι.

Και πάλι δε λύγιζε ο Μαλτέζος. Δυναμώνει την αντίστασή του στους βασανιστές του. Κήρυξε απεργία πείνας. Πάνω από δέκα μέρες έμεινε νηστικός κι αμίλητος στο κελί του, στην απομόνωση ολόρθος!

Ανίκανοι να τον λυγίσουν, τον αποτελείωσαν στις 22 Νοεμβρίου 1938.

(Αποσπάσματα από κείμενο ραδιοφωνικής εκπομπής του ραδιοσταθμού Βουκουρεστίου, 1963)

Google+ Linkedin