ΜΕ ΤΗ ΦΕΓΓΑΡΑΔΑ…

ΜΕ ΤΗ ΦΕΓΓΑΡΑΔΑ…

(Τότε που μετρούσαμε τα άστρα)

ΦΕΓΓΑΡΑΔΕΣ στους κάμπους, φεγγαράδες μέσα στα σταφιδάλωνά μας, εκεί που μοσκοβολούσαν της γης οι καρποί. Κι εμείς μετρούσαμε στον ουρανό ολονυχτίς τ’ άστρα να σαϊτεύουν. Κι ακούγαμε από του ξωμάχου το στόμα για του καιρού τα σημάδια, που χρόνια και χρόνια τα ‘χε μάθει. Αλλά κι άλλες ιστορίες…

ΜΑΥΡΟΛΟΓΟΥΣΕ, τότε τέτοιο καιρό ο τόπος, καθώς από εκείνο το πέτρινο φρύδι το μάτι ξαγνάντευε τα αμέτρητα σταφιδάλωνα να ‘ναι γιομάτα σταφίδα, να ψένουν τη «μαύρη ρόγα», που πάνω της ήταν κρεμασμένο το ψωμί μας, όλη μας η ζωή, που το ‘χαμε παλέψει συφάμελα κι ολοχρονίς.

ΜΕΣΑ σ’ αυτά τα αλώνια, που μοσκοβολούσαν οι φεγγαράδες τ’ Αυγούστου, μας έφερναν με τους ξωμάχους δίπλα μας τις πιο όμορφες ιστορίες και του κάμπου τα μαθήματα. Ολος ο κάμπος ολόγυρα στην ξαγρύπνια της αναμονής διάβαζε του καιρού τα σημάδια και κάπου – κάπου με μια ταιριαστή αριέτα έστελνε η κάθε συντροφιά στην άλλη, τραγουδιστά το δικό τους μήνυμα για να πάνε όλα καλά. Και να σηκώσουν το πράμα, τη σταφίδα μας άβροχη.

Ο ΜΕΓΑΛΟΣ άγνωστος, αυτός που τα σάρωνε όλα ξαφνικά, ήταν ο καιρός, το μαύρο σύγνεφο, που έφτανε αναπάντεχα και τότε τα σάρωνε όλα. Αυτό ακριβώς έκανε και τον ξωμάχο να περνά τη νύχτα με το μάτι καρφωμένο στου ουρανού τα σημάδια που τα ‘χε μάθει νεράκι. Η μακρόχρονη παρατήρηση είχε αποθησαυρίσει τη λαϊκή αυτή μετεωρολογία σε τραγουδιστικά δίστιχα.

ΔΙΧΩΣ μετεωρολογικά δελτία διάβαζε του ήλιου το βούλιασμα, του πετεινού το λάλημα, ήξερε να ξεχωρίζει τις αστραπές που έφταναν από το ένα βουνό από εκείνες που έφταναν από το άλλο. Οταν αγνάντευε τις αστραπές να ‘ναι από το βουνό του χωριού Καμιναράτα η ψυχή του ησύχαζε, έλεγε τραγουδιστά την πρόγνωσή του: «Αστράφτει ο Καμινάρης μην τον παίρνετε χαμπάρι» και τη συμπλήρωνε μονολογώντας πως ο καιρός δουλεύει στα λιοβιόρια και δεν υπάρχει φόβος για ανησυχίες.

ΟΤΑΝ όμως οι αστραπές έπεφταν στα νοτιοδυτικά, στα λεγόμενα Κεριά, τότε αυτό έδινε το μήνυμα του συναγερμού. Το λαϊκό μετεωρολογικό δίστιχο το ‘χει κι αυτό καταγράψει συνοπτικά και μ’ όλη του την αλήθεια: «Αστράφτει στα Κεριά καμιά παρηγοριά». Το ‘χουν ζήσει, το ‘χουν δει πολλές φορές καθώς το φθινοπωρινό μπουρίνι να καλπάζει από τη θάλασσα και να σαρώνει σε λίγο όλα τα σταφιδάλωνα.

ΑΝΤΑΜΑ με τα πρώτα αυτά μετεωρολογικά στις φεγγαράδες τ’ Αυγούστου άκουγες και μάθαινες και μια σειρά άλλες ιστορίες για του τόπου και της ζωής τα βάσανα, που δε θα τ’ άκουγες στου σχολειού τα θρανία. Μάθαινες έτσι, καθώς μάλιστα σου ‘δειχναν και τα σημεία εκεί που οι Εγγλέζοι αποικιοκράτες κρέμασαν Κεφαλονίτες αγρότες στα χρόνια που είχαν στα χέρια τους το νησί. «Ακουγες τις ιστορίες του παπα-ληστή, αυτά που θα διάβαζες πολύ αργότερα».

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ όμως απ’ όλα μάθαινες πως από του ιδρώτα του κόσμου της γης το μερτικό το πρώτο, αυτό που έπρεπε να το ‘χει ο δουλευτής της γης κι η φαμελιά του, αυτό το άρπαζαν το «τρυγούσαν» με χίλιους δυο τρόπους και κυνηγητά τ’ αρχοντολόι που ‘χαν τότε τη γη. Αλλά και ποιος δεν έφτανε να πάρει μερτικό από το σταφιδάλωνο; Μερτικό που το ‘χαν δουλέψει άλλοι…

ΚΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ πρώτους και καλύτερους, τα μοναστήρια κι οι εκκλησιές, τρυγούσαν κ’ άπλωναν κι αυτοί σαν αφεντικά στα αλώνια για να περάσουν σε μερικές μέρες να την τρίψουν και να την πάνε στους εμπόρους. Ολοι στη σειρά το «πεκούλι» τους από του ξωμάχου τον ατέλειωτο κόπο, που έκανε ολοχρονίς για να καρπίσει η γη του…

ΣΤΟΝ κάμπο τότε η νύχτα τ’ Αυγούστου με τις φεγγαράδες είχε τη δική της ζωή αλλά και τους δικούς της ρυθμούς μπροστά στα ξώσπιτα και στις τραγάτες. Αναβαν τα λαδοφάναρα και τις λάμπες πετρελαίου και της ασυτιλήνης. Κάπου – κάπου και μια μικροφωτιά. Είναι του καθενός ξωμάχου το στίγμα, η «ταυτότητα», γνώριμη μέσα στην άπλα του κάμπου.

Ο ΞΩΜΑΧΟΣ σαν τον καπετάνιο που γνωρίζει και διαβάζει τα φανάρια στους κάβους, ξέρει κι αυτός να διαβάζει όλες αυτές τις μικρές κωλοφωτιές, που φεγγοβάνε. Είναι ενήμερος που το ξενυχτούνε και το έχουν ρίξει στη βεγγέρα, και σε ποια άλλα καλύβια το ‘χουν πια ρίξει πια στον ύπνο.

Ο ΚΑΜΠΟΣ έχει σ’ όλα το δικό του το ρολόι του κι οι φεγγαράδες βοηθάνε σ’ όλα να γίνουν την πρεπούμενη ώρα. Δε σηκώνει άργητες, βιασύνες κι αναβολές. Κι η ώρα η αυγουστιάτικη είναι η πιο ευαίσθητη, είναι αυτή που θέλει, γυρεύει την κάθε στιγμή να ‘ναι κοντά του, δίπλα του.

Μ’ ΑΥΤΟ το ρολόι μετριούνται της ζωής οι ανάγκες μέσα στο χωριό, στον κάμπο. Με τις φεγγαράδες αλλά και με το θεοσκόταδο. Βαθιά χαράματα να καρτερούνε ώρες ολόκληρες στη μικρή βρυσούλα να γεμίσει δάκρυ – δάκρυ το νερό της για να το φορτωθούνε οι γυναίκες, να το φέρουν στα σπιτικά για να ξεδιψάσουν. Παραδαρμός άμετρος του νερού το κουβαλητό. Ξενύχτια πολύωρα, αναμονές ικεσίας. Παραδαρμός σε πολλούς τόπους και σήμερα.

ΕΙΝΑΙ ο Αύγουστος, ο μεγάλος μήνας, αυτόν που λαχταρά να φτάσει ο δουλευτής της γης, κι όλη του η φαμελιά. Που τον έχει δουλέψει όλο το χρόνο. Η φεγγαράδα μας, μέσα στ’ αλώνια μας. Με του Δ. Σολωμού τις αριέτες, με τους γρύλους και τα τζιτζίκια παρέα. Μετρούσες τότε τ’ άστρα να χυμούνε στ’ ουράνια. Κι άκουγες να σου λένε πως την ώρα εκείνη ένας φυλακισμένος βγαίνει, λευτερώνεται από τα σίδερα της φυλακής.


Του
Νίκου ΚΑΡΑΝΤΗΝΟΥ
Google+ Linkedin