Ιδεολογικές όψεις της υγειονομικής κρίσης
Γιάννης Σταυρακάκης*
Η πανδημία και τα μέτρα που προκάλεσε σε διεθνές επίπεδο συγκροτούν σιγά σιγά ένα πλαίσιο που μετασχηματίζει άρδην και εις βάθος πολλές παραμέτρους της οικονομικής δραστηριότητας, της κοινωνικής ζωής και του πολιτικού πράττειν (ή της απραξίας).
Πολλοί διεθνείς οργανισμοί και επιμέρους σχολιαστές επισημαίνουν τις σημαντικές δυσκολίες και τις προκλήσεις που προκύπτουν για την επόμενη μέρα – άλλοι φαίνεται να υποβαθμίζουν το εύρος και το βάθος των αλλαγών αυτών.
Είναι, πράγματι, δύσκολο να καταλήξουμε τούτη τη στιγμή σε ακριβείς εκτιμήσεις, καθώς πολλές είναι οι αβεβαιότητες που παραμένουν. Ωστόσο, έχει ίσως κάποια αξία να επισημανθούν κάποιοι προκαταρκτικοί έστω άξονες, ικανοί να βοηθήσουν σε μια πρώτη αξιολόγηση και διαλογή των εκτιμήσεων και των απόψεων που κυκλοφορούν γύρω μας. Άξονες που θα μπορούσαν, επιπλέον, να επισημάνουν τις αστοχίες σχημάτων που επανέρχονται από το παρελθόν για να ερμηνεύσουν το σήμερα και που είναι μάλλον απίθανο να βοηθήσουν στην επαρκή κατανόηση των προκλήσεων της συγκυρίας (είτε «εκ κατασκευής» είτε και εξαιτίας της συγκεκριμένης συσχέτισης που επιχειρείται με το σήμερα), αλλά και να εξειδικεύσουν κρίσιμα ερωτήματα που θα πρέπει να τεθούν προκαταβολικά για να υποβοηθηθεί ο προσανατολισμός μας την επόμενη μέρα.
«Σπεύδε βραδέως»
Οι παρακάτω σκέψεις αποτελούν, υπό την έννοια αυτή, συλλογισμούς, υποθέσεις και σχεδιάσματα, ικανά – στην καλύτερη περίπτωση – να προσανατολίσουν μια δόκιμη διερώτηση και να αναδείξουν την πολυπλοκότητα της κατάστασης και των πιθανών εναλλακτικών που ανοίγονται μπροστά μας _ οριστικά συμπεράσματα και απαντήσεις θα ψηλαφηθούν στο μέλλον…
Θεωρώ, ειδικότερα, ότι στο σημείο αυτό θα ήταν λάθος να πρυτανέψει μία βιασύνη αναστοχασμού. Η αρχή μάλλον που πρέπει να πρυτανέψει στο πεδίο της σκέψης είναι η αρχή «σπεύδε βραδέως». Αλλιώς καραδοκεί η πρόωρη διάψευση, η υπεραντίδραση προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, που είναι δυνατόν να απαξιώσει κατά τα άλλα χρήσιμα επιχειρήματα.
Το παράδειγμα του Giorgio Agamben είναι ενδεικτικό. Βιάστηκε να εκφέρει άποψη (έγραψε την πρώτη του τοποθέτηση ήδη στις 26/2/2020) και έτσι φαίνεται εκ των υστέρων μάλλον έωλη η καταγγελία από μέρους του των μέτρων καραντίνας ως «απολύτως παράλογων» και «αδικαιολόγητων», ως μία απλή επιτελεστική φενάκη (σύμφωνα με το σχήμα του, οι κυβερνήσεις προκαλούν φόβο εκ του μηδενός σχεδόν για να έρθουν να τον «θεραπεύσουν» κατόπιν οι ίδιες, εδραιώνοντας μια «κατάσταση εξαίρεσης» που ήδη είχε αρχίσει να γίνεται ο βιοπολιτικός κανόνας διεθνώς εις βάρος κάθε έννοιας ελευθερίας).
Εδώ ακριβώς ανακύπτει μία πρώτη αντινομία: ενώ η αντιμετώπιση των οικονομικών και κοινωνικο-πολιτικών συνεπαγωγών της υγειονομικής κρίσης και της καραντίνας (δηλαδή της αντανακλαστικά ακολουθούμενης «θεραπείας» της) απαιτεί «ταχύτητα» στην λήψη υγειονομικών, οικονομικών και άλλων μέτρων, αυτά δεν είναι εύκολο να βασιστούν σε στέρεα, αλγοριθμικά θεμέλια – θα είναι, αναγκαστικά, σε κάποιον τουλάχιστον βαθμό, αποτέλεσμα αυτοσχεδιασμού, μίμησης, δοκιμής και πλάνης, παραλληλισμών με άλλες κρίσεις και τη συμπεριφορά άλλων ιών, κ.λπ.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, διαθέτουν – στη βάση μίας μάλλον λελογισμένης εκτίμησης που λαμβάνει υπόψη τη λεγόμενη αρχή της «προφύλαξης», δηλαδή περίπου κάτι σαν το γνωμικό «κάλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε» – τον χαρακτήρα του επείγοντος. Στον αντίποδα, κάθε θεωρητικά και εννοιολογικά επεξεργασμένη ερμηνεία, κάθε λεπτομερώς τεκμηριωμένο συμπέρασμα, θα πρέπει να περιμένει.
Υπάρχει επομένως μια διαφορά φάσης, ένα σχίσμα ανάμεσα σε άμεση δράση και εκ των υστέρων αναστοχασμό.
Αυτός είναι και ένας πρώτος κίνδυνος της συγκυρίας. Ένα κίνδυνος που καθιστά αναγκαία την προφυλακτική εγρήγορση απέναντι σε όλες τις κινήσεις κάθε αρχής, κάθε συλλογικότητας ή και ατόμου που λαμβάνει σήμερα (σημαντικές) αποφάσεις ή επηρεάζει (δημόσιες) συμπεριφορές. Στο πλαίσιο αυτό, κάθε κρίση – όπως θα δούμε – είναι καταλύτης κοινωνικών μετασχηματισμών και πολιτικών αλλαγών. Οι αλλαγές αυτές δεν λαμβάνουν χώρα εν κενώ – ξεκαθαρίζουν το πεδίο για την εφαρμογή ή την περαιτέρω εδραίωση κάποιων ιδεών που προϋπάρχουν ή επιτρέπουν την συγκρότηση και εφαρμογή νέων (αυτό μοιάζει σχεδόν αυτονόητο).
Κάποια πρώτα κριτήρια για την αξιολόγηση κάθε νέου ή παλιού σχήματος που ξεφυτρώνει στη δημόσια σφαίρα στη σημερινή συγκυρία και αναμένεται να επηρεάσει την επόμενη μέρα μπορούμε ίσως να επιστρατεύσουμε ήδη. Αυτό ακριβώς θα επιχειρηθεί στις επόμενες παραγράφους.
Γιατί η πάλη έχει ήδη αρχίσει και γιατί καμιά κυβέρνηση, καμιά εξουσία και κανένας πολιτικός θεσμός (κόμμα, κίνημα κ.λπ.) δεν πρόκειται να αφήσει την ευκαιρία μιας τέτοιας κρίσης να πάει χαμένη προκειμένου να εισάγει ή να νομιμοποιήσει συγκεκριμένες πολιτικές.
Κάθε τέτοια προσπάθεια πρέπει να εξεταστεί και να κριθεί στο πλαίσιο του δημοκρατικού διαλόγου με σειρά σχετικής σπουδαιότητας (πρώτα οφείλουμε να εξετάσουμε λ.χ. τα κυβερνητικά μέτρα και έπειτα, βεβαίως, τις απόψεις και προτάσεις τη αντιπολίτευσης).
Μα, θα αντέτεινε κανείς, μια τόσο σοβαρή «αντικειμενική» (υγειονομική και κοινωνική) κρίση δεν επιβάλλει απευθείας και τα αντίστοιχα μέτρα αντιμετώπισής της;
Δεν αξιώνουν ορθώς οι φορείς των τελευταίων την απόλυτη συμμόρφωση; Δεν θα πρέπει οι όποιες αντιφάσεις και δυσκολίες να αντιμετωπίζονται από όλους με καρτερικότητα και πνεύμα ομοφωνίας;
Ας θέσουμε εδώ την αφετηρία μας, γιατί αυτό το πειθαρχικό στερεότυπο, που ακούγεται αρχικά εύλογο, παραγνωρίζει τον χαρακτήρα των ίδιων των κρίσεων και αποτελεί έναν πρώτο μύθο που θα πρέπει, από μια κριτική δημοκρατική σκοπιά, να αποδομήσουμε.
Περί κρίσεως: Η πολιτική διάσταση της νοηματοδότησης
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια μεγάλη «κρίση». Και επομένως, από εδώ θα πρέπει κανείς να ξεκινήσει. Η λέξη αυτή – όπως καμία λέξη, ασφαλώς – δεν είναι αθώα (Barthes), ούτε παραπέμπει σε ένα μονοσήμαντο, αντικειμενικά προσδιορισμένο συμβάν, στο οποίο απλώς καλούμαστε να αντιδράσουμε, συνήθως παθητικά.
Από την ίδια την ετυμολογία της έννοιας (που μας πάει στην αρχαία Ελλάδα), αλλά και από σχετικά πρόσφατες παρεμβάσεις (π.χ. από αυτήν του ιταλού μαρξιστή Antonio Gramsci και από τον διάλογο που εξακολουθεί να πυροδοτεί) προκύπτει ότι η «κρίση» ενέχει βέβαια κάποια διατάραξη, μια κρίσιμη συγκυρία, ένα σημείο καμπής, αλλά αυτό από μόνο του (είτε πρόκειται για υγειονομική ένδειξη, για περιβαλλοντική μεταβολή, είτε για οικονομική διεργασία) δεν αρκεί για την συνειδητοποίηση του επίδικου διακυβεύματος και για την αλλαγή της συμπεριφοράς.
Απαιτείται, επιπλέον, μια συγκεκριμένη άρθρωση του πραγματικού στο συμβολικό, μια νοηματική πλαισίωση, μια γλωσσική νοηματοδότηση κατάλληλη να θέσει τον χαρακτήρα του επείγοντος και – επικαλούμενη κάποιον κίνδυνο (υπαρκτό ή και ανύπαρκτο, μεγάλο η μικρό) – να ζητήσει ή να επιβάλλει την αλλαγή της συμπεριφοράς.
Εξάλλου, καμιά κρίση δεν μας επηρεάζει όλους με τον ίδιο τρόπο και καμιά διαχείρισή της δεν κάνει, φυσικά, το ίδιο – κάθε κρίση αναπαράγει ταξικές και άλλες ανισότητες όπως και ταυτοτικές ανισομέρειες που προϋπήρχαν και επίσης δημιουργεί νέες, τάσεις που συναρτώνται και με τις διαφορετικές νοηματοδοτήσεις που υιοθετούν διαφορετικά κοινωνικά στρώματα.
Επομένως, σε ένα πρώτο επίπεδο, η κρίση προϋποθέτει μιαν εξάρθρωση στο πραγματικό, την εμφάνιση κάποιας ανωμαλίας που διακόπτει την ομαλή ροή των πραγμάτων – αλλά επίσης έχει ανάγκη μια γλωσσική/νοηματική διαμεσολάβηση χωρίς την οποία αδυνατεί να αγγίξει και να κινητοποιήσει τα υποκείμενα. Όπως ακριβώς η συνειδητοποίηση και αντιμετώπιση μίας σειράς επιστημονικών ανωμαλιών μπορεί προοδευτικά να οδηγήσει, όπως το θέτει ο ιστορικός της επιστήμης Thomas Kuhn, στη συγκρότηση και αποδοχή ενός νέου παραδείγματος, ενός νέου ερμηνευτικού σχήματος της πραγματικότητας.
Υπό την έννοια αυτή, κάθε κρίση ενέχει έναν διπλό δεσμό (double bind). Εμφανίζεται, αφενός, ως εξωτερικός πυροκροτητής μιας νοηματικής ζύμωσης και εν τέλει της παραγωγής νέων σχημάτων και συμπεριφορών και, αφετέρου, ως επιτελεστική κατασκευή των ίδιων των νοηματοδοτήσεών μας (συχνά, μάλιστα, νοηματοδοτήσεων που προϋπάρχουν και απλώς ενεργοποιούνται ξανά εκ των υστέρων).
Επομένως, ένας πρώτος άξονας προσέγγισης της συγκυρίας έγκειται στην εγκατάλειψη ενός απλοϊκού αντικειμενισμού, κάθε αδιαμεσολάβητου ρεαλισμού που αδυνατεί να συλλάβει τα διλήμματα που ανακύπτουν.
Το πόσο θα μας αγγίξει μία «κρίση» (ως υποκείμενα αλλά και ως συλλογικότητες, ως κοινωνίες) δεν εξαρτάται αποκλειστικά, ίσως ούτε καν πρωτίστως, από την αντικειμενική υπόσταση του αιτίου της (στην περίπτωσή μας ενός ιού, για τον οποίο ακόμα προσπαθούμε να συλλάβουμε πώς ακριβώς δρα και πόσο μεγάλο κίνδυνο αντιπροσωπεύει – ας συμφωνήσουμε ότι αντιπροσωπεύει μια επικίνδυνη αβεβαιότητα που, τουλάχιστον στη βάση της αρχής της «προφύλαξης», δικαιολογεί την λήψη δραστικών μέτρων για την αποφυγή δυνητικών αδιεξόδων, όπως η σπάνη των κλινών ΜΕΘ στα νοσοκομεία).
Εκείνο που έχει (επι-)καθοριστική σημασία είναι ο τρόπος με τον οποίο μας απευθύνεται η πληροφορία αυτή: Με ποια γλώσσα περιγράφεται; Με ποιες εικόνες πλαισιώνεται (π.χ. στα ΜΜΕ); Με ποιες αξίες και ηθικές αρχές συναρτάται; Με ποιες πολιτικές διεργασίες συνδέεται;
Εδώ εμφιλοχωρούν και κάποια ευαίσθητα ερωτήματα: Από ποιόν γίνεται αυτή η διαμεσολάβηση; Στην περίπτωσή μας, ποιος προσδίδει αξιοπιστία στην συγκεκριμένη μετάδοση αυτής της πληροφορίας και στις κοινωνικο-πολιτικές συνεπαγωγές της; Η επίκληση ποιου θεσμικού οικοδομήματος επικυρώνει την εν λόγω διαμεσολάβηση;
Για παράδειγμα, θα ήταν το ίδιο αν αντί για έναν επιστήμονα και μια επιστημονική επιτροπή έβγαινε στο προσκήνιο μόνος του ένας υπουργός που θα ανακοίνωνε κάθε απόγευμα κάποιες κυβερνητικές αποφάσεις;
Γίνεται προφανές ότι στην υπερ-ορθολογική εποχή μας, η (πολιτική) κυριαρχία έχει ανάγκη τον επιστημονικό λόγο και τον ίδιο τον θεσμό του Πανεπιστημίου για να εδραιώσει την αξιοπιστία της (ο Lacan είχε προτείνει μια ιδιαίτερη φόρμουλα για να αποτυπώσει την λειτουργία τούτου του «Λόγου του Πανεπιστημίου» στο μεταίχμιο επιστήμης και εξουσίας, ενώ ο Foucault μας έχει επαρκώς προετοιμάσει για την συστατική διαπλοκή γνώσης/εξουσίας).
Την ίδια στιγμή, ο λόγος της επιστήμης δεν αρκεί από μόνος του – χρειάζεται να επενδυθεί με την δύναμη της «γυμνής» κυριαρχικής λογικής για να εξασφαλίσει την τήρηση της (προσωρινής) κατάστασης εξαίρεσης που προκρίνει ως απαραίτητη.
Εξαιτίας της αμοιβαίας αυτής εξάρτησης, το δίδυμο Τσιόδρας-Χαρδαλιάς συνιστά μια ιδιαίτερα διαυγή αποτύπωση της σύγχρονης κοινωνικο-πολιτικής συνθήκης.
Αν μάλιστα προσθέσουμε και τον ρόλο του «θεάματος» – καθώς η «χορογραφία» τους λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο μιας καθημερινής τηλεοπτικής εκπομπής –, δηλαδή την σαγήνη και τη δύναμη της μεσοποιημένης εμπειρίας, τότε αποκτούμε μια αρκετά ικανοποιητική χαρτογράφηση όσων πλαισιώνουν την καθημερινή ζωή στην ύστερη νεωτερικότητα.
Για να συνοψίσουμε: η σημερινή κρίση – και κάθε κρίση – προϋποθέτει μια βαρύνουσα νοηματική πλαισίωση, μια νοηματοδότηση από κοινωνικές κατασκευές που αρθρώνονται στο σταυροδρόμι της πολιτικής και της επιστήμης και μόνο στην αμοιβαία τους διαπλοκή μπορούν να αξιώσουν εμπειρική τελεσφορία, με την επιπρόσθετη βοήθεια των ΜΜΕ.
Η επιστροφή του δημόσιου
Ακριβώς επειδή, λοιπόν, αυτή η πραγματικότητα είναι πολυπαραγοντική και υβριδική, διϋποκειμενκή και βαθιά πολιτική, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε την αμφιρροπία και την αμφισημία κάθε κίνησης και κάθε βήματος που προκύπτει στο πλαίσιό της. Επίσης, τις αθέλητες συνεπαγωγές που αποκτούν τα βήματα αυτά σε μια συγκυρία δυναμική και παράδοξη.
Τί θέλω να πω;
Σήμερα οι μονοσήμαντες εκτιμήσεις, οι αλγοριθμικές προβλέψεις, οι αυτάρεσκες προειδοποιήσεις, αποτελούν μάλλον κίνδυνο, παρά πηγή σιγουριάς και βεβαιότητας. Κίνδυνο για όλους μας, αλλά και για την ίδια την εξουσία στις πολλαπλές μορφές της. Σε μια στιγμή που όλοι (και οι πιο φανατικοί νεοφιλελεύθεροι) μοιάζει να έγιναν ξαφνικά «κεϋνσιανοί», που πολλοί αναρχίζοντες φλερτάρουν με τον κρατισμό στο όνομα της διαφύλαξης της υγείας, είναι ίσως ανάγκη να εξοικειωθούμε με μια ριζική αβεβαιότητα και πολυπλοκότητα που απαιτεί νέες μορφές ερμηνείας.
Καμία καταφυγή σε μια (ριζικά ευμετάβλητη) «αποτελεσματικότητα», κανένας αδιαμεσολάβητος «εμπειρισμός» ή και «νατουραλισμός» δεν μπορεί να μας σώσει. Εξάλλου, είναι αδύνατον να συλλάβουμε επαρκώς τα πράγματα στη βάση μιας οπτικής άσπρο/μαύρο – για να χρησιμοποιήσουμε ένα σχήμα της ψυχαναλύτριας Melanie Klein, είναι μάλλον ανάγκη να περάσουμε από την «σχιζοειδή/παρανοϊκή φάση» της τυφλής
αντιπαλότητας, της καταγγελτικής βεβαιότητας και του απόλυτου (de facto) δυϊσμού, στην «καταθλιπτική» φάση της περίσκεψης, του αναστοχασμού και της αυτοκριτικής/αυτοσυγκράτησης.
Έτσι, από ότι φαίνεται, η κρίση τούτη δεν θα σημάνει ούτε την δικτατορία του κεφαλαίου, ούτε μία απόλυτα «διοικούμενη κοινωνία», ούτε όμως και το τέλος του καπιταλισμού και την έλευση της σοσιαλιστικής κοινωνίας, όπως πολλοί ίσως προσδοκούν. Κατά πάσα πιθανότητα, η ενδεχομενικότητα θα παραμείνει ρυθμιστής και οι κοινωνικοί και πολιτικοί αγώνες θα εξακολουθήσουν να (επι-)καθορίζουν την πορεία των πραγμάτων.
Ασφαλώς, η σημερινή συγκυρία ενέχει κινδύνους για τη δημοκρατία – όπως συμβαίνει με κάθε (οιονεί) «κατάσταση εξαίρεσης», με κάθε αναστολή δικαιωμάτων και κάθε περιορισμό, γιατί ασφαλώς αυτά δεν βρίσκονται μόνο στο μυαλό του Agamben –, για τους οποίους θα πρέπει φυσικά να επαγρυπνούμε καθώς κάθε οδυνηρή προσωρινότητα μπορεί έντεχνα να αποκτήσει μόνιμο χαρακτήρα («ουδέν μονιμότερον του προσωρινού» δεν λέγαμε παλιά;). Την ίδια στιγμή, ωστόσο, τούτη η κρίση φαίνεται να επαναφέρει στο προσκήνιο την ιδέα του «δημόσιου», μια αξία που είχε πολλάκις λοιδωρηθεί και πολεμηθεί.
Μπορεί κανείς να είναι, καταρχάς, μάλλον ευχαριστημένος, από μία προοδευτική, κοινωνιοκεντρική και εξισωτική σκοπιά, στο βαθμό που κάποιες από τις κατακτήσεις και τις αξίες της αριστεράς (η δημόσια υγεία, το κράτος πρόνοιας, το Εθνικό Σύστημα Υγείας) φαίνεται να αποκτούν μία συναίνεση που δεν είχαν ποτέ στο πρόσφατο παρελθόν.
Μακροπρόθεσμα, αυτό είναι κάτι που δημιουργεί ευοίωνες προοπτικές για μια μελλοντική ηγεμονία της αριστεράς, αν και θα γίνουν πολλές προσπάθειες να συνδεθούν αυτές οι αξίες με ιεραρχικά μοντέλα και πρακτικές ανισότητας, να επιχειρηθεί η διαστροφή τους από τον έντεχνο εμβολιασμό τους με λογικές διακρίσεων, αυταρχισμού και ατομικισμού… (από την φιλανθρωπία μέχρι την πελατειακή νόθευση) που θα μπορούσαν να τις βουλιάξουν και πάλι στην ανυποληψία.
Ας μη ξεχνούμε όμως ότι, σύμφωνα με τη λογική της Margaret Thatcher, ένδειξη της ηγεμονίας σου είναι η υιοθέτηση της οπτικής σου από τον αντίπαλο (θεωρούσε μεγαλύτερο, εξάλλου, επίτευγμά της το New Labour του Blair, δηλαδή την αποδοχή από μέρους ενός ιστορικού αντιπάλου της λεγόμενης «νεοφιλελεύθερης συναίνεσης»).
Υπό την έννοια αυτή, η παραδοχή του βρετανού πρωθυπουργού Boris Johnson ότι τελικά μάλλον «υπάρχει κοινωνία» και όχι μόνο «τα άτομα και οι οικογένειές τους», όπως διακήρυττε και πάλι η Thatcher, δηλαδή η έστω και εξ ανάγκης μετατόπιση όλων σε ένα είδος (ακόμα και υποκριτικού) κεϋνσιανισμού ή κοινωνιοκεντρισμού, συνιστά μια κάποια νίκη για την αριστερά.
Δεν θα πρέπει, επομένως, να την αντιμετωπίζουμε με μνησικακία, μακάρι να έχει υιοθετηθεί ειλικρινώς και να ασκηθεί με συνέπεια!
Επειδή, βέβαια, είναι πολύ πιθανό αυτό να μη συμβεί ή να μη συμβεί με συνεπή και διαφανή τρόπο, η αριστερά θα πρέπει να ετοιμαστεί για τον ιδεολογικό αγώνα που θα προκύψει αργά ή γρήγορα…