Από τους «τατάρηδες» στον ταχυδρόμο της γειτονιάς
Ήταν 24 Σεπτεμβρίου του 1828 όταν ο τότε Κυβερνήτης της Ελλάδας Ιωάννης Καποδίστριας υπέγραψε ψήφισμα το ΙΖ΄, στον Πόρο, “περί συστάσεως τακτικής ταχυδρομικής συγκοινωνίας” ιδρύοντας το “Γενικόν Ταχυδρομείον “.
Με το ίδιο ψήφισμα συστήνονται τα πέντε πρώτα κεντρικά ταχυδρομεία «εις Άργος, εις Τριπολιτσάν, εις Επίδαυρον, εις Αίγιναν και εις Σύραν». Εννέα πεζοί και δεκαέξι έφιπποι ταχυδρόμοι συνέλεγαν την αλληλογραφία από την ύπαιθρο και την διένειμαν στους παραλήπτες της.
Την ίδια μέρα διορίζεται ο Αλέξιος Λουκόπουλος ως Πρώτος Γενικός Διευθυντής του Ταχυδρομείου της Ελλάδας, με υπογραφή του Γραμματέα Επικράτειας Σπυρίδωνα Τρικούπη, «κατά το ψήφισμα υπ΄ αρ. 6550 και κατά τας διατάξεις της Κυβερνήσεως υπ΄αρ. 6557». Ο Αλέξιος Λουκόπουλος μαζί με τον Δημήτριο Περρούκα συνέταξαν τον πρώτο κανονισμό των Ταχυδρομείων που εκδόθηκε το 1828.
Τι υπήρχε όμως πριν από την σύσταση του « Γενικού Ταχυδρομείου» στην Ελλάδα;
Η εισήγηση του Κολοκοτρώνη και ο ρόλος του Καρδαρά
Μη αρκούμενος στους «Εκτάκτους Πεζούς της Διοικήσεως» ο Κολοκοτρώνης με την ιδιότητα του Αρχηγού των Στρατευμάτων της Πελοποννήσου είναι από τους πρώτους που εισηγούνται την οργάνωση τακτικών ταχυδρομείων. Με επιστολή του προς το «Μινιστέριον των Εσωτερικών», επισημαίνει την ανάγκη «να μετακομίζονται γρήγορα οι διάφορες ειδήσεις, όσες μάλιστα εξαρτώνται από ουσιώδεις περιστάσεις και υποθέσεις πατριωτικές, των οποίων το κρίσιμο δεν χρειάζεται αναβολή». Ζητά δηλαδή τη συστηματοποίηση της διεξαγωγής της ταχυδρομικής υπηρεσίας βάσει της οργάνωσης των «μενζιλίων» που χρησιμοποιούν και οι τουρκικές αρχές όπως ο Κωλέττης.
Η εισήγηση του Γέρου του Μοριά εγκρίνεται αμέσως και συστήνεται ταχυδρομείο, η οργάνωση του οποίου ανατίθεται στον Αθανάσιο Καρδαρά από το χωριό Ζυγοβίτσι της Γορτυνίας που συνεχίζει να υπηρετεί ως Ταχυδρομικός εργολάβος στο Ταχυδρομείο στα χρόνια μετά την απελευθέρωση, όπως προκύπτει από το υπ’ αριθμ. 1616 έγγραφο της Προσωρινής Διοικήσεως της Ελλάδος προς το Μινιστέριον των Εσωτερικών : «Εγνώσθησαν τα διαλαμβανόμενα εν τη αναφορά από γ’ Ιουνίου υπ’ αριθμ. 594 και εγκρίνεται το προβαλλόμενο σχέδιον περί συστάσεως μενζιλίου, μετά της διαφοράς ταύτης, ότι το μενζίλιον πρέπει να συσταθεί όπου ευρίσκεται η Διοίκησις. Ο Μίνιστρος των Εσωτερικών να ενεργήση αυτό τούτον, διδών και αποχρώσαν την απόκρισιν προς τον Στρατηγόν Κολοκοτρώνη».
Τα έγγραφα πιστοποιούν ότι το 1823 λειτουργεί όντως ένα τακτικό έφιππο ταχυδρομείο, διοικούμενο από τον Αθανάσιο Καρδαρά, που συμβάλλει έτσι στην οργάνωση μιας στοιχειωδώς υπάρχουσας υπηρεσίας. Αρχικά συστήνονται Ταχυδρομικά Γραφεία στην Τρίπολη, το Αργος και την Επίδαυρο και αργότερα σε άλλες πόλεις.
Η πρωτοβουλία του συνταγματάρχη Στάνχοουπ
Σοβαρή πρωτοβουλία για τη σύσταση Γενικού Ταχυδρομείου αναλαμβάνει ο Αγγλος συνταγματάρχης Λέστερ Στάνχοουπ. Με υπόμνημά του προς τη Διοίκηση εισηγείται την οργάνωση από την αρχή μιας ταχυδρομικής υπηρεσίας με κέντρο την Τριπολιτσά και με ανταπόκριση προς τη Γαστούνη, το Ναύπλιο και την Κόρινθο και, περαιτέρω, από την Γαστούνη προς τη Δυτική Ελλάδα, τα Επτάνησα και την Ευρώπη, από το Ναύπλιο προς τα νησιά του Αιγαίου και από την Κόρινθο προς την Ανατολική Ελλάδα. Προτείνει τα γράμματα και τα δέματα να στέλνονται με πεζούς ταχυδρόμους, που να διατρέχουν πέντε μίλια την ώρα και περίπου είκοσι ημερησίως. Οι Κυριακές ορίζονται ως αργίες. Η κυβέρνηση μελετά και συζητά τις προτάσεις Στάνχοουπ, αποφεύγοντας όμως να πάρει θέση εξαιτίας διενέξεων, προστριβών και συμφερόντων. Ο Στάνχοουπ προσπαθεί -αν και χωρίς αποτέλεσμα- να οργανώσει το σύστημα Ταχυδρομείου, που είχε προτείνει, με τη βοήθεια του εκδότη των «Ελληνικών Χρονικών» Ιωάννου-Ιακώβου Μάγερ.
Η ασφάλεια των διεξαγόμενων επιχειρήσεων ωθεί την κυβέρνηση να επιβάλλει τη λογοκρισία της αλληλογραφίας, όπως χαρακτηριστικά μαρτυρούν η διαταγή του Υπουργού Γρηγορίου Δικαίου (Παπαφλέσσα) προς τους κατά τόπους Αστυνόμους και Επάρχους, η επιστολή του Δημητρίου Υψηλάντου προς τον Υπουργό, καθώς και οι επιστολές και αναφορές που επακολουθούν και οι σχετικές συζητήσεις στη Βουλή. Εκτός της επίσημης αλληλογραφίας οι καπεταναίοι και οι πολιτικοί συνηθίζουν να σταματούν τους ταχυδρόμους, να ανοίγουν τα γράμματα και επιστρέφοντάς τα στον ταχυδρόμο, να συνάπτουν δεύτερη επιστολή, για να ζητήσουν συγγνώμη από τον παραλήπτη για την περιέργειά τους.
Παραμένει άγνωστο εάν η ανακοίνωση για τη σύσταση «Ταχυδρομίας» που δημοσιεύεται στην εφημερίδα «Ελληνικά Χρονικά» του Μεσολογγίου στις 28 Ιουνίου 1824 (προσδιορίζοντας μάλιστα στις 2 Ιουλίου τα ταχυδρομικά τέλη των επιστολών ανάλογα με το βάρος τους) συνοδεύεται από τη λειτουργία ενός ταχυδρομείου και εάν ναι, για ποιο διάστημα. Αντιθέτως ξέρουμε πως στις 21 Μαΐου 1825 το Υπουργείο Πολέμου γνωμοδοτεί και την επομένη δίνει στον Αθανάσιο Καρδαρά τη διεξαγωγή της ταχυδρομικής υπηρεσίας με «μενζίλια». Χαρακτηριστικά το Υπουργείο γνωμοδοτεί να διατεθούν 15 άλογα αντί των 10 που ανέφερε το νομοσχέδιο και η σύμβαση να γίνει ετήσια. Το προσωπικό θα ανέρχεται στα ένδεκα άτομα και σταθμοί αλλαγής ορίζονται η Τριπολιτσά, το Νεόκαστρο και το Ναύπλιο, όπου θα βρίσκονται μονίμως πέντε άλογα για τις μεταφορές. Προβλέπονται και πεζοί ταχυδρόμοι.
Ο Ιταλός Τζιουζέπε Πέκιο περιγράφει τα τότε ταχυδρομεία σε ένα σύγγραμμά του, που εκδίδεται στα αγγλικά στο Λονδίνο (Giuseppe Pecchio, A visit to Greece in the Spring of 1825, London 1826) :
«Δεν υπάρχει κανένα ταχυδρομείο σε όλη την Πελοπόννησο. Η Κυβέρνηση αλληλογραφεί με ειδικούς ταχυδρόμους, οι ιδιώτες είναι υποχρεωμένοι να χρησιμοποιήσουν ειδικό απεσταλμένο για να στείλουν επιστολή. Οι εφημερίδες της Ύδρας, της Αθήνας και του Μεσολογγίου δεν κυκλοφορούν ακόμη μεταξύ των κατωτέρων τάξεων του λαού, αλλά τις διαβάζει με απληστία η μορφωμένη τάξη. Η εφημερίδα του Μεσολογγίου συντηρείται με τις πωλήσεις της στα νησιά του Ιονίου. Η Εφημερίδα της Ύδρας έχει διακόσιους συνδρομητές και η εφημερίδα της Αθήνας ακόμη λιγότερους».
Η προσπάθεια του φιλέλληνα Συνταγματάρχη Φαβιέρου
Νέα προσπάθεια οργάνωσης Γενικού Ταχυδρομείου γίνεται από τον οργανωτή του πρώτου τακτικού ελληνικού στρατού, το Γάλλο Βαρόνο, Συνταγματάρχη Κάρολο Φαβιέρο (Charles Nicole Fabvier) αρχές του 1826, με άδεια της Διοίκησης, για τη μεταβίβαση της αλληλογραφίας μεταξύ Ναυπλίου και Αθήνας. Το μεγαλόπνοο σχέδιο του φιλέλληνα Συνταγματάρχη, αποβλέπει στην ένωση της Αθήνας με το Ναύπλιο και την Ανατολική Ελλάδα μέσω εναλλασσόμενων τακτικών «πεζοδρόμων». Προβλέπει την αναχώρηση ενός κάθε Δευτέρα βράδυ από Αθήνα για Μέγαρα, την άφιξή του εκεί Τρίτη πρωί, την αναχώρηση άλλου από τα Μέγαρα την Τρίτη και την άφιξή του στο Καλαμάκι το ίδιο βράδυ. Προβλέπει επίσης την αναχώρηση άλλου από εκεί για Ναύπλιο με άφιξη την ίδια ημέρα, δηλαδή την τρίτη συνολικά ημέρα από την αναχώρησή του από την Αθήνα. Ορίζεται ένας επιστάτης του ταχυδρομείου, που εκδίδει και σχετική «Δηλοποίησιν». Η γεμάτη απογοήτευση από την έλλειψη βοήθειας της Διοίκησης επιστολή του Συνταγματάρχη Φαβιέρου προς το Διονύσιο Ρώμα στη Ζάκυνθο το Μάιο του 1826, αποκαλύπτει ότι το σχέδιο δεν ευδοκίμησε. Στα μέσα του ίδιου χρόνου η κυβέρνηση επιβάλλει νέα λογοκρισία σε όλη την αλληλογραφία του Ναυπλίου, επίσημη και ιδιωτική, αποφασίζοντας μάλιστα να υπαγάγει την ταχυδρομική υπηρεσία στη Γενική Αστυνομία, που ασκεί και τη λογοκρισία.