«Είδατε, τελικά έγινα κάτι» // Σίγκμουντ Φρόυντ

«Ο Σίγκμουντ Φρόυντ γεννήθηκε στις 6:30 μ.μ. της 6ης Μαίου του 1856, στην οδό Schlossergasse 117, στο Freiberg της Μοραβίας, και πέθανε στις 23 Σεπτεμβρίου του 1939, στην οδό Maresfield Gardens 20, στο Λονδίνο. Η τότε οδός Schlossergasse έχει έκτοτε μετονομαστεί προς τιμήν του σε Freudova ulice…

… Το μωρό γεννήθηκε με τόσο πλούσια, μαύρα, σπαστά μαλλιά που η νεαρή μητέρα του, του έβγαλε το παρατσούκλι «το αραπάκι» της. Όταν ενηλικιώθηκε τα μαλλιά και τα μάτια του ήσαν πολύ σκούρα, αλλά η επιδερμίδα του δεν ήταν μελαμψή. Γεννήθηκε με εβρυική κουκούλα, γεγονός που, καθώς πίστευε ο κόσμος, εξασφάλιζε μελλοντική ευτυχία και φήμη. Και όταν μια μέρα μια γριά που η νεαρή μητέρα συνάντησε τυχαία σ’ ένα ζαχαροπλαστείο ενίσχυσε την πίστη αυτή πληροφορώντας την ότι είχε φέρει στον κόσμο έναν μεγάλο άνδρα, η υπερήφανη και ευτυχής μητέρα πίστεψε ακράδαντα στην πρόρρηση>.

Στην πορεία όλα έμοιαζαν να τρέχουν.

Εκείνο, όμως, που κυριολεκτικά σημάδεψε τη ζωή του ανδρός ήταν η ρήση του αγαπημένου του Γκαίτε:

«Το πρώτο και το τελευταίο πράγμα που απαιτείται από την ιδιοφυία είναι η αγάπη για την αλήθεια».

Έτσι πορεύτηκε κι αυτό έγινε το νόημα της ζωής και της αναζήτησής του:

«Να αντέχεις όλες τις γυμνές αλήθειες

Και ό,τι συμβαίνει ήρεμος να αντιμετωπίζεις,

Αυτό είναι η ύψιστη ανωτερότητα».

Ύψιστη ανωτερότητα, όμως, που πολύ δύσκολα από κάποιον κατακτείται, διότι όπως πολύ σωστά έχει επισημάνει ο Νίτσε και εκείνος ως ψυχίατρος ακόμα καλύτερα γνώριζε:

«Ο εαυτός μας είναι καλά κρυμμένος από τον εαυτό μας: απ’ όλους τους θησαυρούς ο δικός μας είναι ο τελευταίος που ξεθάβεται».

 

ΜΙΚΡΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΓΙΑ ΜΙΑ ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ «ΜΕΓΑΛΗ ΖΩΗ».

Όλοι γνωρίζουμε πια ότι οι επιπτώσεις που είχε η ψυχανάλυση πάνω στη ζωή της Δύσης είναι ανυπολόγιστες. Αρχίζοντας ως θεωρία για ορισμένες ψυχικές ασθένειες, εξελίχθηκε στη συνέχεια σε μια ριζικά νέα και βαρυσήμαντη θεωρία για τον ίδιο τον ψυχισμό…

Οι έννοιές της εδραιώθηκαν στη λαϊκή σκέψη, αν και συχνά ακατέργαστη και ενίοτε διαστρεβλωμένη μορφή, δημιουργώντας όχι μόνο ένα καινούργιο λεξιλόγιο, αλλά και ένα νέο τρόπο κρίσης. Είναι αναπόφευκτο να είμαστε περίεργοι για τον προσωπικό τρόπο ζωής του ανθρώπου που επέφερε τη βαθιά αυτή αλλαγή που έχει διαποτίσει τις πνευματικές μας συνήθειες, ακόμη περισσότερο δε για τον λόγο ότι οι ιδέες του Φρόυντ αναφέρονται στην ίδια την ύπαρξή μας ως πρόσωπα και για τον λόγο ότι σχεδόν πάντα βιώνονται με έναν έντονα προσωπικό τρόπο…

Διότι μέρος της γοητείας, απ’ ότι αντιλαμβανόμαστε εκπορεύεται από τη συμφωνία που υπάρχει ανάμεσα στη ζωή και το έργο του Φρόυντ.

Του Φρόυντ που δίχως ποτέ του ν’ απολογείται, ήλπιζε πάντα να γίνει μια μεγαλοφυία, έχοντας δηλώσει πριν απ’ αυτό την πρόθεσή του να γίνει ήρωας. Τούτο σχετίζεται σίγουρα με το γεγονός ότι, όπως και ο ήρωας του πιο αγαπημένου του από τα μυθιστορήματα του Ντίκενς, του «Δαβίδ Κόππερφιλντ», είχε γεννηθεί με μια εμβρυική κουκούλα, σημάδι μιας ξεχωριστής μοίρας. Ήταν ένα από εκείνα τα παιδιά για τα οποία εκκεντρικοί ξένοι προφήτευαν ότι θα γίνει μέγας και τρανός, βασίζοντας την πρόρρησή τους στην εμφάνισή του…

Το κατ’ ουσίαν, όμως, «μαγικό πλεονέκτημα» προερχόταν από την ιδιαίτερη υπόληψη που του είχε η μητέρα του. «Ένας άνθρωπος που υπήρξε ο αδιαφιλονίκητος ευνοούμενος της μητέρας του διατηρεί ισόβια το αίσθημα ενός κατακτητή, τη βεβαιότητα εκείνη για την επιτυχία που γίνεται συχνά αιτία επιτυχίας και στην πράξη».

Ήταν το μεγαλύτερο από τα εφτά παιδιά που επέζησαν – με τον μοναδικό αδελφό του τον χώριζαν δέκα χρόνια και πέντε αδελφές – και οι ελπίδες της οικογένειας είχαν επικεντρωθεί επάνω του, οι μεγάλες εκείνες προσδοκίες που οι εβραϊκές οικογένειες ενδέχεται να στηρίζουν στους γιους τους…

Ο ίδιος – με τη σειρά του- δούλεψε συνετά και σκληρά, επιβάλλοντας κιόλας στον εαυτό του τους πιο αυστηρούς κανόνες της σεξουαλικής ηθικής, εντούτοις έλεγε πως ήταν «υπέρ μιας ασυγκρίτως πιο ελεύθερης σεξουαλικής ζωής» από εκείνη που η κοινωνία ήταν πρόθυμη να επιτρέψει.

Αποτελεί στοιχείο ιδιαίτερου ενδιαφέροντος στη ζωή του Φρόυντ ότι τα πρώιμα όνειρα για επιτεύγματα εκπληρώθηκαν σχετικά αργά, ότι οι δυνάμεις που τον χαρακτήριζαν δεν εκδηλώθηκαν παρά μονάχα στα μέσα της ζωής του.

Και είναι άξιον θαυμασμού το γεγονός πως μεσήλιξ πια με οικογενειακές υποχρεώσεις και μια καθ’ όλα συμβατική αντίληψη, διακινδύνευσε τη σταδιοδρομία του για χάρη μιας θεωρίας που αποτελούσε ανάθεμα για τις κορυφές του επαγγέλματός του.

Αξιοπερίεργο πάλι γεγονός αποτελεί η αίσθηση που είχε ο Φρόυντ για τα πνευματικά του χαρίσματα. Μ’ αυτά δεν ήταν ποτέ ικανοποιημένος. Αυτό που φανταζόταν ότι θα μπορούσε να πει στον θεό αν ποτέ έμελλε να σταθεί ενώπιόν του ήταν κυρίως το παράπονό του ότι δεν του είχε δοθεί «ένας καλύτερος διανοητικός εξοπλισμός». Είναι πολύ γνωστή μια από τις αποτιμήσεις του για τα πνευματικά του γνωρίσματα:

«… Δεν είμαι στην πραγματικότητα ένας άνθρωπος της επιστήμης, ένας παρατηρητής, ένας πειραματιστής, ούτε βέβαια ένας στοχαστής. Δεν είμαι παρά από ιδιοσυγκρασία ένας conquistador- ένας τυχοθήρας, αν θέλετε να μεταφράσετε τη λέξη- με την περιέργεια, την τόλμη και το πείσμα που ανήκουν σε τέτοιας λογής πλάσματα».

Και στο φινάλε, όσο διανοητικά λαμπρές κι αν φαίνονται τώρα οι ανεπτυγμένες ιδέες του, αυτές δεν έδιναν το αίσθημα του λαμπρού, όταν τις συνελάμβανε’ το αίσθημα ήταν μάλλον αυτό της υπομονής, της υποταγής στα γεγονότα, της επιμονής.

Κατά συνέπεια, σίγουρα, τα «καλά» και τα «λαμπρά» ήρθαν αργά, και φυσικά και με τον ίδιο να μην κουράζεται να προσπαθεί. Δεν είναι μόνο που στα εβδομήντα του μπόρεσε να καταπιαστεί με τις ριζικές αναθεωρήσεις της θεωρίας του για τη νεύρωση που εκτίθενται στο «Αναστολή, Σύμπτωμα και Άγχος», αλλά και στο γεγονός ότι όλες οι ανθρώπινες σχέσεις του συνεχίζουν να είναι μεγάλης σημασίας για κείνον, συμπεριλαμβανομένης και της σχέσης εκείνης που πολλοί άνθρωποι προχωρημένης ηλικίας βρίσκουν δύσκολο και συχνά αδύνατο να διατηρήσουν – της σχέσης με τον εαυτό τους.

Στα ύστερα χρόνια της ζωής του ο Φρόυντ απόλαυσε έναν θρίαμβο κατά πολύ μεγαλύτερο απ’ ό,τι είχε ποτέ ονειρευτεί στα νιάτα του. Τα εβδομηκοστά του γενέθλια γιορτάστηκαν δημόσια στη Βιέννη και ακολούθησαν και άλλες τιμές. Το κύρος του στην κοινότητα των διανοουμένων μπορεί να ήταν ακόμη αμφιλεγόμενο, αλλά δεν έπαυε ως εκ τούτου να είναι και τεράστιο.

Τα τελευταία χρόνια του Φρόυντ ήσαν και τα πιο σκοτεινά. Οι αποσκιρτήσεις δύο από των πιο ακριβών του συνεργατών χαρακτηρίζουν την εμπειρία του Φρόυντ την περίοδο αυτή. Δεν είχε πάρει ποτέ του αψήφιστα την αποσκίρτηση και η ρήξη με τον Jung ιδιαίτερα τον είχε πληγώσει προσωπικά. Αλλά οι αποσκιρτήσεις του Rank και του Ferenczi ήταν άλλου είδους. Ιδιαίτερα για τον Ferenczi μιλούσε σα να ήταν παιδί του.

Εκείνο όμως που στάθηκε για κείνον το σκληρότερο, ήταν η βαριά σκιά του θανάτου. Ο Anton von Freund, που είχε αναλάβει να προωθήσει την υπόθεση της ψυχανάλυσης με την βοήθεια της σημαντικής του περιουσίας και με τον οποίο ο Φρόυντ ήταν βαθιά δεμένος, πέθανε στα 1920 από καρκίνο, αφού υπέφερε φρικτά για πολύ καιρό. Λίγες μέρες αργότερα ο Φρόυντ έμαθε για τον θάνατο της εικοσιεξάχρονης, όμορφης θυγατέρας του Sophie, που την αποκαλούσε το «Κυριακάτικο παιδί» του. Στα 1923 ο γιος της Sophie, ο Heinz, πέθανε σε ηλικία τεσσάρων χρονών. Ο Φρόυντ αγαπούσε ιδιαιτέρως το εγγονάκι του αυτό- έλεγε ότι αντιπροσώπευε γι’ αυτόν όλα του τα παιδιά και εγγόνια- και ο θάνατός του ήταν ένα τρομερό πλήγμα. Βίωσε τον κάθε θάνατο σαν να έχανε ένα κομμάτι του εαυτού του.

Στα 1923 έμαθε ότι είχε καρκίνο της γνάθου. Έγιναν τριάντα τρεις επεμβάσεις, όλες αρκούντως επώδυνες και για δεκαέξι χρόνια έμελλε να ζήσει με πόνους, συχνά οξύτατους. Το προσθετικό που φορούσε ήταν άβολο και οδυνηρό, παραμορφώνοντας το πρόσωπο και την ομιλία του και όπως ξέρουμε ήταν ένας άνθρωπος που δεν του έλειπε η ματαιοδοξία…

Τίποτε, ωστόσο, δεν τον λυγίζει και τίποτε στην πραγματικότητα δεν τον καταβάλλει. Συχνά λεει ότι είναι καταβεβλημένος, αλλά δεν είναι. Επανειλημμένα κάνει λόγο για την αδιαφορία του, αλλά το έργο συνεχίζεται. Η «Δυσφορία στον Πολιτισμό», κάνει την εμφάνισή του στα εβδομήντα τρία του χρόνια. Όταν πεθαίνει ογδόντα τριών χρονών γράφει την «Επιτομή της ψυχανάλυσης». Βλέπει ασθενείς μέχρι και έναν μήνα πριν πεθάνει.

Μπορεί να υπήρξε, όπως συχνά έλεγε, αδιάφορος απέναντι στην ίδια του τη ζωή, χωρίς να νοιάζεται αν θα ζούσε ή θα πέθαινε. Όσο όμως ζούσε, δεν ήταν αδιάφορος απέναντι στον εαυτό του. Κι αυτός ο ηρωικός εγωισμός, είναι σίγουρα, όπως άφησα να εννοηθεί, το μυστικό του ηθικού του είναι.

Τι άλλο τον παρακινούσε, έτσι κουρασμένος όπως ήταν και με τόσο μεγάλο φορτίο, να πιστεύει ότι όφειλε να απαντά σε όλα τα γράμματα αγνώστων επιστολογράφων – να γράφει, λόγου χάριν, τόσο εν εκτάσει, στα αγγλικά, και με τέτοια σοβαρή έγνοια σε μια γυναίκα στην Αμερική που είχε απευθυνθεί αναστατωμένη σ’ αυτόν σχετικά με την ομοφυλοφιλία του γιου της;

Όλα τα χρόνια που υπέφερε οικτρά – προς το τέλος παρομοίαζε τον κόσμο του μ’ «ένα νησάκι πόνου που έπλεε σε μια θάλασσα αδιαφορίας»- συγκατατέθηκε να πάρει ασπιρίνη. Έλεγε πως προτιμούσε να σκεφτεί καθαρά. Μονάχα όταν ένιωσε πια σίγουρος ότι είχε επιβιώσει του εαυτού του ζήτησε ηρεμιστικό που τον βοήθησε να περάσει από τον ύπνο στον θάνατο.

 

 

Google+ Linkedin